Εἰς τὴν περίοπτον τοποθεσίαν, ὅπου σήμερον εὑρί-σκεται ἡ Ἱερὰ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν δέκατον μ.Χ. αἰῶνα (εἰς τὸ πρῶτον Τυπικὸν τοῦ Ὄρους, τοῦ 971) ἡ ὕπαρξις μιᾶς Μονῆς τοῦ «Ξύστρη» ἢ «Ξέστου». Ὑπογραφαὶ τῶν κατὰ καιροὺς Ἡγουμένων τῆς Μονῆς μᾶς δεικνύουν τὴν συνεχῆ λειτουργίαν της μέχρι τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα, ὅταν κατεστράφη ἀπὸ πει-ρατάς.
Τῷ 1614 ἤδη ὑπῆρχε εἰς τὴν θέσιν τοῦ Μονυδρίου Κελ-λίον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Εἰς τοῦτο τὸ Κελλίον ἐγκατε-στάθη περὶ τὰ μέσα τοῦ δεκάτου ἑβδόμου αἰῶνος ὁ παραι-τηθεὶς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Ἀθανάσιος Πατελλάρος. Ὕστερον μετέβη ὁ Ἀθανάσιος εἰς τὴν σημε-ρινὴν Ῥουμανίαν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν Ῥωσσίαν. Ἐκεῖ ἐκοι-μήθη καὶ ἐκεῖ ἀκόμη φυλάσσεται τὸ ἄφθαρτον σκῆνoς του.
Τῷ 1763 ἠλθεν εἰς τὸ Κελλίον ἕνας ἄλλος παραιτηθεὶς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁ Σεραφεὶμ ὁ β’, καί, τῷ 1768, κατεδάφισε τὸ Κελλίον καὶ ἔκτισε καινούριον, νῦν ἀφιερω-μένον καὶ εἰς τὸν Μέγαν Ἀντώνιον καὶ εἰς τὸν Ἀπόστολον Ἀνδρέαν. Ὁ Σεραφεὶμ, ὡς Πατριάρχης εἶχε καθιερώσει τὴν Μνήμην τοῦ Ἀποστóλου ὡς θρονικὴν ἑορτὴν τοῦ Πατριαρ-χείου, καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ Ὄρος, ἔκτισε Ναὸν πρὸς τιμήν του Ἁγίου, κατὰ μίμησιν (ἐν σμικρῷ!) τῆς ἐν Κωνσταντινου-πόλει Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ὁ ναὸς οὗτος καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ Κελλίου παρατηροῦνται μέχρι σή-μερον ἀπέναντι τοῦ μεγάλου Καθολικοῦ.
Τὸ Κελλίον τοῦτο ἐπεσκέφθη ὁ πρῴην Κορίνθου Μα-κάριος Νοταρᾶς, καὶ ἐκάλεσε, τῷ 1777, ἐκ τῆς Μονῆς Διονυσίου τὸν νεόκουρον τότε Νάξιον Μοναχὸν Νικό-δημον. Εἶχαν γνωρισθῇ ἤδη εἰς τὴν νήσον Ὕδραν· νῦν δὲ παρέδωκε ὁ Ἅγιος Μακάριος εὶς τὸν Ὅσιον Νικόδημον πρὸς διόρθωσιν καὶ συμπλήρωσιν τὰ βιβλία, «Φιλοκαλίαν», «Εὐ-εργετινόν» καὶ «Περὶ Συνεχοῦς Μεταλήψεως».
Τῷ 1841 παρέλαβον τὸ Κελλίον οἱ ῥῶσοι Μοναχοὶ Βησ-σαρίων καὶ Βαρσανούφιος. Τῷ δὲ 1849, μὲ σιγίλλιον τοῦ τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου δ’, μετε-τράπη τὸ Κελλίον εἰς «Κοινοβιακὴν Σκήτην», μὲ πρῶτον Δι-καῖον τὸν Ἱερομόναχον πλέον Βησσαρίωνα. Τῷ 1856 ἡνώθη ἡ Σκήτη με τὸ γειτονικὸν Κελλίον τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, καὶ τῷ 1867 ἐθεμελιώθη ἐπὶ τῆς θέσεως τοῦ Κελλίου τούτου νέος ναὸς εἰς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἔνθα ἐθησαυ-ρίσθη τμῆμα τοῦ μετωπιαίου ὀστοῦ τοῦ Ἁγίου. Τὸν ναὸν τοῦτον ἐνεκαινίασε τῷ 1900, ἐπὶ Δικαίου Ἰωσήφ, ἄλλος πα-ραιτηθεὶς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἰωακεὶμ γ’.
Παρ’ ὅλην τὴν ἐπιβλητικὴν, ὅμως, λαμπρότητα τῆς νεο-κτίστου Σκήτεως, ἡ ἔναρξις τοῦ πρώτου παγκοσμίου πο-λέμου καὶ ἡ Ῥωσικὴ Ἐπανάστασις συντόμως ἔφεραν ὀλέθρια ἀποτελέσματα. Μὲ τὰς στρατολογίας, τὴν μὴ δυ-νατότητα προσελεύσεως νέων δοκίμων ἀπὸ τὴν Σοβιετικὴν πλέον Ἕνωσιν καὶ τοὺς ἀναποφεύκτους θανάτους τῶν γε-ρόντων Μοναχῶν ἤρχισε ἡ ἀδελφότης νὰ σβήνῃ. Τῷ 1958 μία μεγάλη πυρκαϊὰ ἀπετέφρωσε τὴν δυτικὴν πτέρυγα τῆς Σκήτεως, καὶ τῷ 1971 ἐκοιμήθη ὁ τελευταῖος ἀδελφὸς τῆς παλαιᾶς συνοδείας, Μοναχὸς Σαμψών.
Τῷ 1992, μετὰ εἴκοσι χρόνια ἐγκαταλείψεως καὶ βαθμι-αίας ἐρημώσεως, ἐγκατεστάθη καινούρια, ἑλληνόφωνος συνοδεία, καὶ τῷ 2001 προσετέθησαν ἀρκετοὶ νέοι Μοναχοί, μὲ Δικαῖον τὸν Προηγούμενον Ἐφραίμ.
A Brief History of St.Andrew’s Skete
In the area which now houses the Skete of Saint Andrew, already in the tenth Century, in the first Typikon (Constitution) of the Holy Mountain (971 A.D.), we hear mention of a Monastery named variously “Xystre” or “Xestou”. Signatures of the Monastery’s abbots in various Athonite documents bear witness to its existence until the fifteenth century. By 1614, there was already on the site a Monastic House (Kellion) dedicated to Saint Anthony. It was to this House that the retired Patriarch of Constantinople Athanasius Patellaros came in the mid - seventeenth Century. He renovated and expanded it, but shortly afterwards departed for Romania and Russia, and ended his days in a Monastery in what is now the Ukraine. When his body was exhumed, it was found to be incorrupt, and he was soon declared a Saint.
The spiritual bond of the region with Constantinople was further strengthened with the arrival here, in the following century, of another retired Patriarch, Serapheim II. Serapheim demolished the old building and built on its site a new structure, modeled, in minature, on Constantinople’s Great Cathedral and now dedicated not only to Saint Anthony, but also to the Apostle Andrew. The change was significant. Serapheim, as Patriarch, had declared as patronal festival of the Patriarchate the feast of Saint Andrew, who according to tradition preached the Gospel in Byzantium and ordained the first Bishop of the city. Serapheim’s Church is still extant, opposite the Main Church of Saint Andrew. Serapheim himself reposed in Russia, and was buried next to the tomb of his fellow - Patriarch and founding -father Athanasius.
It was to this House that Macarius, the retired Bishop of Corinth came in 1777. From here he summoned the young Naxian Monk Nicodemus from the Monastery of Dionysiou, and handed over to him for correction the books Philokalia, Evergetinos and On Frequent Holy Communion. The Saints stayed here together working on the books for about two years.
In 1841, the House was passed on to the Russian Elder Bessarion with his co - Monastic Barsanouphius. In 1842 the priest - monk Theodoretus joined them, and in 1849, another Patriarch, Anthimos ΙV, upgraded the House to the status of “Skete”, with Bessarion as its first Prior. In 1856 the neighbouring Monastic House of Saint Basil came under the wing of the new Skete, and in 1867 on the site of Saint Basil’s the foundation stone was laid for a new and vast Church of Saint Andrew, which, when finally built, was consecrated by yet another retired Patriarch, Joakeim III, in 1900. Herein was placed part of the miracurously fragrant forehead of Saint Andrew.
By the beginning of the twentieth century the Skete had grown to enormous proportions. Its heyday was, however, shortlived. Almost as soon as the last buildings were finished, the outbreak of the First World War, and the subsequent Russian revolution, brought swift and disastrous results. With the Communists now in power, access for potential Monks from the Soviet Union to the Holy Mountain was denied, and numbers at the Skete began to dwindle rapidly. In 1971 the death of the last Monk of the old Community, Sampson, marked the end of an era.
After 20 years of desolation, in 1992 a new, Greek-speaking brotherhood brought fresh life to the Skete, and in 2001, the coming of several young Monks, with the new Prior, Archimandrite Ephraim, confirmed hope for a fruitful blossoming in the rich garden of the Holy Mountain.
Краткая история Свято-Андреевского Скита
В красивой и живописной местности, где ныне возвышается Скит Святого Андрея, уже в первые годы существования святогорского монашества появились ино
Προσκυνητάριον
τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Σκήτεως
τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου
Ἱστορικὸν σύντομον τῆς Ἱερᾶς Σκήτεως
ὸ Ἅγιον Ὄρος, «γῆ ἁγία», ἐποτίσθη καθ’ ὁλοκληρίαν μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς ἰδρῶτας καὶ δά-κρυα ὁσίων πατέρων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων. Ἔτσι καὶ ἡ περιοχή μας κρύπτει ἱστορίαν κατὰ Χριστὸν ἀγώνων χιλίων περίπου ἐτῶν. Ἤδη τὸ 1057 εἰς ἔγγραφον τοῦ τότε Πρώτου Ἱλαρίωνος μεταξὺ τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὑπογράφουν, εἶναι καὶ ὁ ἡγούμενος μιᾶς ἐδῶ Μονῆς τοῦ Ξύστρη. Τὸ ὅτι συνέχιζε νὰ ὑπάρχῃ μέχρι τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα μαρτυροῦν κατὰ καιροὺς ὑπογραφαὶ ἡγουμένων της εἰς διάφορα ἁγιορειτικὰ ἔγγραφα.
Ἡγούμενοι τοῦ Μονυδρίου τοῦ Ξύστρη μαρτυρούμενοι ἀπὸ ἁγιορειτικῶν χειρογράφων
Ὄνομα ἡγουμένου |
Ἔτος καθ’ ὃ μαρτυρεῖται ὡς Ἡγούμενος |
Μελέτιος Μοναχὸς |
1051 καὶ 1057 |
Θεοστήρικτος |
1294 |
Ἰωάννης Ἱερομόναχος |
1306 |
Ἱερόθεος |
1313 / 1314 |
Δωρόθεος |
1316, 1322 καὶ 1325 |
Κάλλιστος |
1329 καὶ 1330 |
Ἱερόθεος Ἱερομόναχος |
1333 |
Νεόφυτος Μοναχὸς |
1369, 1377 καὶ 1378 |
Μακάριος Μοναχὸς |
1394 |
Νεόφυτος Μοναχὸς |
1395 (Νοέμβριος) |
Μάξιμος Μοναχὸς |
1395 καὶ 1398 |
Μακάριος |
1406 καὶ 1407 |
Νεόφυτος Μοναχὸς |
1409 καὶ 1427 |
Βικέντιος Μοναχὸς |
1431 |
Ἀθανάσιος Ἱερομόναχος |
1500* |
Μακάριος Μοναχὸς |
1525 |
Θεοφύλακτος Ἱερομόναχος |
1542 |
Τὸ 1500 ὁ Ἡγούμενος Ἀθανάσιος Ἱερομόναχος ὑπογράφει καὶ ἑλληνιστὶ καὶ σλαβιστί. Τὸ τελευταῖον τοιοῦτον τεκμήριον σώζεται εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων καὶ χρονολογεῖται εἰς τὸ 1542.
«Τῆς Ἐρήμου Οἰκιστής»
Ήδη τὸ 1614 μαρτυρεῖται ἡ ὕπαρξις εἰς τὴν θέσιν τοῦ παλαιοῦ Μονυδρίου ἑνὸς Κελλίου τιμωμένου ἐπ’ ὀνóματι τοῦ καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου Μεγάλου Ἀντωνίου. Ὅπως τὰ ἄλλα Καρεωτικὰ Κελλία, διετέλει εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς τóτε νεοσυστάτου Καρεωτικοῦ διοικητι-κοῦ ὀργάνου, τῆς Μεγάλης Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία τὸ 1638, καθὼς μαρτυρεῖ σχετικὸν ἔγγραφον, τὸ παρέδωκε εἰς τὸν Μοναχὸν Θεοφάνην τὸν Ψάλτην καὶ τὸν συμμονα-στήν του Ἱερόθεον.
Εἰς αὐτὸ τὸ ἤδη ὑπάρχον Κελλίον ἦλθε περὶ τὰ μέσα τοῦ δεκάτου ἑβδóμου αἰῶνος ὁ παραιτηθεὶς Πατριάρχης Κωνσταντινούπολεως Ἀθανάσιος ὁ γ’, ὁ Πατελλάρος ἢ Πατελ-λάριος.
Ὁ Ἀθανάσιος ἐγεννήθη τὸ 1580 εἰς τὸ χωρίον Ἀξὸν Μυλοποτάμου Κρήτης ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἦτο νομικὸς εὐγενικῆς καταγωγῆς. Εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὠνομάσθη Ἀλέξιος. Ἔλαβε εὐρεῖαν παιδείαν, καὶ ἔμαθε, πλὴν τῆς μητρικῆς Ἑλληνικῆς, τὴν Λατινικήν, τὴν Ἰταλικὴν καὶ τὴν Ἀραβικὴν γλῶσσαν. Εἰς νεαρὰν ἡλικίαν ἐκάρη Μοναχὸς εἰς τὸ ἐν Κρήτῃ Σιναϊτικὸν Μετóχιον καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Μετὰ τὸν θάνατον τῶν γονέων του ἐπεσκέφθη τὸ Ὄρος Σινᾶ καὶ τὸν Ἄθωνα. Ἐγκατεστάθη εἰς τὰ ὄρια τῆς τοῦ Παντοκράτορος Μονῆς, καὶ ἔκτισε κελλίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἔζησε ἀργóτερον ὁ Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκóφσκυ Βελιτσκόφκι (1722 -1794). Εἰς Μονὴν δὲ τῆς Θεσσαλονίκης ἐχειροτονήθη Διάκονος. Ἐκεῖθεν μετέβη πάλιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς Ἱεροσóλυμα, τὰς Μονὰς τῆς Παλαιστίνης καὶ πάλιν εἰς τὸ Σινᾶ, ὅπου ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Ἀπὸ τὸ Σινᾶ ἐπέστρεψε εἰς τὴν Κρήτην.
Τὸν νέον Ἱερομóναχον ἐκάλεσε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ συμπατριώτης του Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Λούκαρις, καὶ τὸ 1631 τὸν ἐχειροτóνησε Μητροπολίτην Θεσσαλο-νίκης. Τὸν δὲ Μάρτιον τοῦ 1634 ἐξελέγη καὶ ἐνεθρονίσθη Πατριάρχης. Ἤδη τῇ 16ῃ Μαρτίου ἡ ὑπογραφή του εἰς πατριαρχικὸν ἔγγραφον μαρτυρεῖ τὴν νέαν του διακονίαν. Ἦτο ὅμως ἐποχὴ ταραχώδης καὶ ἀκατά-στατος διὰ τὸ Πατριαρχεῖον, καὶ μετὰ τεσσαράκοντα μóνον ἡμέρας «ἐξεβλήθη κακῶς», καθῃρέθη καὶ ἀφωρίσθη. Δεδι-ωγμένος πλέον ἐπεσκέφθη τὰς νήσους Χίον, Πάτμον, Πάρον, Μῆλον, Κύθηρα, Κέρκυραν καὶ Ζάκυνθον. Κατóπιν μετέβη εἰς Βενετίαν, ὅπου ἔμεινε ἐπὶ μῆνας. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο εἰκάζεται ὅτι ἦλθε πάλιν εἰς τὸ Ὄρος καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὸ Κελλίον τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, ἀφ’ οὗ τὸ διηύρυνε καὶ ἐκαλλώπισε.
Τὸν Αὔγουστον δὲ τοῦ 1639 ὁ τóτε Πατριάρχης Παρθένιος α’ ἐπανέφερε τὸν Ἅγιον εἰς τὸν θρóνον τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ τὸν τίτλον «πρóεδρος», καὶ ἐκεῖ παρέμεινε μέχρι τοῦ 1643. Τóτε ἐγκατέλιπε ὀριστικῶς τὴν Μητρóπολιν καὶ μετέβη «εἰς τὰ μέρη τῆς Ἄνω Μυσίας», εἰς τὸ Ἰάσιον τῆς σημερινῆς Ῥουμανίας, ὅπου ἡσύχασε εἰς Μονὴν τῆς περιοχῆς.
Τὸ 1652 πάλιν ἀνῆλθε εἰς τὸν θρóνον τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ καὶ πάλίν ἦτο μóλις τεσσαρακονθήμερος ἡ πατριαρχεία του. Τὴν 30ην Ἰουνίου κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Ἁγίων Ἀπο-στóλων ἐξεφώνησε ὁμιλίαν εἰς τὸ εὐαγγελικὸν χωρίον, «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν», εἰς τὴν ὁποίαν ἀπέῤῥιψε τὸ δóγμα τῶν λατί-νων περὶ παπικοῦ πρωτείου, καὶ ἀνεχώρησε.
Πάλιν ἐξóριστος ὁ Πατριάρχης ἐπέστρεψε εἰς Ἰάσιον, καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν Μóσχαν τῆς Ῥωσίας, ὅπου, τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 1653, τὸν ὑπεδέχθη μετὰ μεγάλων τιμῶν καὶ ὁ Τσάρος Ἀλέξιος α’ Μιχαήλοβιτς (1645 - 1676) καὶ ὁ ῥῶσος Πατριάρ-χης Νίκων. Ἐκεῖ συνέγραψε «Διάταξιν Ἀρχιερατικῆς Ἀκο-λουθίας εἰς τὴν Ἀνατολήν». Τὸ κείμενον μετεφράσθη εἰς τὴν σλαβονικὴν μὲ τὸν τίτλον «Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας» καὶ ἀπετέλεσε ἀπὸ τóτε τὸ τυπικὸν τῆς θείας μυσταγωγίας εἰς τὴν ῥωσικὴν Ἐκκλησίαν. Ἐδώρησε ὁ Ἅγιος εἰς τὸν Τσά-ρον μίαν εἰκóνα τῆς Θεοτóκου «τοῦ Σημείου» (ῥωσιστὶ «Ζνάμενιε»), ἡ ὁποία ἐφυλάσσετο εἰς τὴν Θεολογικὴν Ἀκα-δημίαν Πετρουπóλεως. Ἐπεσκέφθη τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σεργίου καὶ πολλὰς ἄλλας Μονάς, καὶ μετέβη εἰς τὴν Μολ-δαβίαν, καὶ δὴ εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καλάτ-σας. Κατὰ τὸν Δεκέμβριον τοῦ ἰδίου ἔτους κατηυθύνθη διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν μέσῳ τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας. Ἐκεῖ, τὴν 25ην Φεβρουαρίου τοῦ 1654 ἐπεσκέφθη τὴν ἐν Λούμπνῃ Πολτάβας Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, ἠσθένησε καί, παρὰ τὰς φροντίδας καὶ περιποιήσεις τοῦ ἡγουμένου καὶ τῆς συνοδείας αὐτοῦ, τὴν 5ην Ἀπριλίου τοῦ 1654, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ. Ἐτάφη καθήμενος ἐπὶ θρóνου εἰς τὸ Καθολικὸν τῆς Μονῆς, κάτωθεν τοῦ ἄμβωνος.
Τὸ 1662 ὁ Μητροπολίτης Γάζης Παΐσιος Λιγαρίδης (+24 Αὐγούστου 1678) ἐταξίδευε εἰς τὴν Ῥωσίαν, ὅταν εἶδε ἐν ὀράματι τὸν Ἀθανάσιον νὰ τοῦ παραγγέλλῃ νὰ ἀνοίξῃ τὸν τάφον του. Μετέβη ὁ Παΐσιος εἰς τὴν Λούμπνην καὶ ἐξέθαψε τὸ λείψανον, τὸ ὁποῖον εὑρέθη ὁλóσωμον, ἄ-φθαρτον καὶ εὐωδιάζον. Ἐνημερώθη τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ὁ τóτε Μητροπολίτης Κιέβου Ἰωσήφ, καὶ ἐτέθη τὸ λείψανον εἰς λάρνακα ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Τὴν 1ην Φεβρουαρίου 1662 ἀνεγνώρισε ἐπισήμως ἡ ῥω-σικὴ Ἐκκλησία τὸν Ἀθανάσιον ὡς Ἅγιον, καὶ ὡρίσθη ἡ Μνήμη του νὰ τελῇται κατ’ ἔτος τῇ 2ᾳ Μαΐου, ἑορτῇ τοῦ ὁμωνύμου Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου.
Ἔμεινε τὸ λείψανον εἰς τὴν Μονὴν μέχρι τῆς ῥωσικῆς ἐπαναστάσεως. Τὸ νέον κομμουνιστικὸν καθεστὼς μετέτρεψε τὴν Μονὴν εἰς φυλακήν, τὸ 1937 εἰς στρατóπεδον καὶ τὸ 1946 εἰς στρατιωτικὴν ἀποθήκην. Τὸ λείψανον ἀπὸ τὸ 1936 διεσώθη εἰς ἀποθήκην ἑνὸς μουσείου. Τὸ 1990 ἐπεστράφη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἔκτοτε θησαυρίζεται εἰς τὸν καθεδρικὸν ναὸν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτóκου τῆς πóλεως Χαρ-κóβου.
Τὸ 1661 ἡ Μεγάλη Μέση ἠναγκάσθη λóγῳ πτωχείας νὰ πωλήσῃ τὰ εἰς αὐτὴν ὑπαγóμενα Κελλία εἰς τὰς εἴκοσι Μονάς. Τὸ Κελλίον τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἠγóρασε ἡ δευ-τέρα τῇ τάξει Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου καὶ ἔκτοτε τὸ Κελ-λίον, καὶ ὕστερα ἡ Σκήτη, ὑπάγεται εἰς αὐτήν.
Τὸ 1759 ὁ τóτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπóλεως Σε-ραφεὶμ β’ (27η Ἰουλίου, 1757 - 25η Μαρτίου 1761) ὁ ἀπὸ Φιλιπουπóλεως (1746 -1757) καθιέρωσε ἢ μᾶλλον ἐπανέ-φερε τὴν Μνήμην τοῦ Ἀποστóλου Ἀνδρέου (30ην Νοεμ-βρίου) ὡς θρονικὴν ἑορτὴν τοῦ Πατριαρχείου (ὁ Ἀπóστολος κατὰ παράδοσιν ἐκήρυξε καὶ εἰς τὸ τóτε Βυζάντιον, καὶ ἐχειροτóνησε τὸν Ἀπóστολον Στάχυν πρῶτον Ἐπίσκοπóν του). Εἰς τὸν πρῶτον πανηγυρικὸν ἑορτασμὸν τῆς Μνήμης τοῦ Ἁγίου (1760), κατὰ τὸν ὁποῖον ἐξεφώ-νησε τὸ Πανηγυρικὸν τῆς ἡμέρας ὁ πολὺς Εὐγένιος ὁ Βούλγαρις, προσεκάλεσε καὶ τὸν ἐν Κωνσταντινουπóλει πρέσβυν τῆς Ῥωσίας. Ὅθεν ἐσυκοφαντήθη παρὰ τῇ Ὑψηλῇ Πύλῃ ὅτι δῆθεν καθιέρωσε τὴν ἑορτὴν ὡς πρóσχημα διὰ νὰ συνεννοηθῇ μὲ τοὺς ῥώσους! Ὁ Σουλτᾶ-νος ἐπίστευσε εἰς τὴν συκοφαντίαν, καὶ διέταξε νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν θρóνον καὶ νὰ ἐξορισθῇ εἰς Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι ἔφθασε εἰς τὸν Ἄθωνα καὶ ἐγκατεστάθη, τὸ 1763, εἰς τὸ Κελλίον τοῦ προκατóχου του Ἀθανασίου. Τὸ 1768 κατεδάφισε τὸ παλαιὸν κτίσμα, καὶ ἔκτισε καινούριον ναὸν κατὰ μίμησιν (ἐν σμικρῷ!) τοῦ ἐν Κωνσταντινουπóλει ναοῦ τῆς Ἁγίας Σο-φίας καὶ εἰς τιμὴν ὄχι μóνον τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ προσφιλοῦς του Ἀποστóλου Ἀνδρέου! Ἐκοσμήθη μὲ ἁγιογραφίας καὶ ἐπάνω τῆς θύρας τοῦ Ναοῦ ἐχαράχθη ἡ ἐξῆς χαρακτηριστικὴ ἐπιγραφή·
Σεραφεὶμ ὁ πατριάρχης πρώην τῆς τοῦ Κωνσταντίνου,
ὁ διάδοχος τοῦ Στάχυ Χριστοκήρυκος ἐκείνου,
Ὅστις Στάχυς παρ’ Ἀνδρέου ΄πίσκοπος τοῦ Βυζαντίου
ἐχειροτονήθη πρῶτος, Ἅγιος παρὰ Ἁγίου.
Ὅθεν κ’ οἰκουμεναρχοῦσα ἡ αὐτοῦ Παναγιóτης
πρώτη καὶ ὑστερινὴ γιορτάζει (ὢ τί θεία φρονιμóτης!),
Μὲ μεγάλην παῤῥησίαν, μ’ ὅλην της τὴν νεολαίαν,
μὲ δεινήν της λειτουργίαν, τὸν πρωτóκλητον Ἀνδρέαν.
Οὗτος, λέγ΄, ὁ πατριάρχης Χαονεὺς ὁ ἠπειρώτης,
τῆς ἐν Θράκῃ τοῦ Φιλίππου ἀρχιθύτης ὢν ἐν πρώτοις,
Ἀποβὰς ἤδη ἐντίμως ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖον,
ἐδῶ ἦλθεν εἰς τὸ Ὄρος καὶ ἠγóρασε Κελλεῖον
Βατοπαιδινῶν, τὸ πρῶτον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου,
δι’ οἰκείαν ἡσυχίαν μέχρι τελευτῆς τοῦ βίου.
Ἀλλ’ ἐκ βάθρων πάλιν κτίσας τóσον εὔμορφον, ὡς βλέπεις,
τεχνικóν, στερεωμένον, (ὁ Θεóς μου, νὰ τὸ σκέπης),
Ἀρχιτέκτονος τελοῦντος τοῦ ἀζύγου Παχωμίου
στὴν οἰκοδομὴν τὴν τούτου, ἐρημίτου τοῦ ἐκ Χίου,
Ἤλλαξεν εἰς τοῦ Ἀνδρέου τ’ ὄνομα τὴν Ἐκκλησίαν,
καὶ Ἀντώνιον τὸν μέγα ἑορτάζων κατ’ ἀξίαν.
Τῶν ὁποίων ταῖς πρεσβείαις νἄχῃ βοηθὸν τὸ Θεῖον,
εἰς ἀπóλαυσιν τῶν τῇδε καὶ καλῶν τῶν αἰωνίων.
Τὸ νέον Κελλίον λóγῳ τοῦ μεγέθους του ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν, τὴν ὁποίαν διατηρεῖ μέχρι σήμερον, «Σεράγιον», ἤτοι, τουρκιστί, «παλάτιον».
Ἔγγραφον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τῆς 11ης Φεβρουαρίου 1771 ἀναφέρει τρεῖς κατοίκους τοῦ Κελλίου· τὸν πρώην Πατριάρχην, τὸν Πρωτοσύγκελλόν του Ἱερομόναχον Κοσμᾶς, τὸν Ἱερομόναχον Γαβριὴλ καὶ τὸν «γερο – Νικηφόρον».
Κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τοῦ ῥωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἡ θέσις τοῦ «σφóδρα φιλοῤῥώσου» Σεραφεὶμ εἰς τὸν τουρκοκρατούμενον Ἄθωνα ἦτο προβληματική. Ἐζήτησε τὴν προστασίαν τοῦ ναυάρχου Θ. Ὀρλώφ. Ἐκεῖνος ἔστειλε πολεμικὸν πλοῖον, τὸ ὁποῖον παρέλαβε τὸν Σεραφεὶμ καὶ τὸν ἔφερε εἰς Κιέβον. Ἐκεῖ τὸν ὑπεδέχθη μετὰ μεγάλων τιμῶν ἡ αὐτο-κράτειρα Αἰκατερίνα ἡ β’ ἡ Μεγάλη (1762 - 1796). Kατ’ αὐτὴν τὴν περίοδον ἐχειροτóνησεν εἰς ἀρχιερέα τὸν παλαιóν του φίλον καὶ συνεργάτην Εὐγένιον Βούλγαριν παρουσίᾳ τῆς Αἰκατερίνης. Τὴν δὲ 18ην Ἰανουαρίου 1779, καθὼς ἐταξίδευε, ἠσθένησε καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ. Ἐτάφη δὲ παρὰ τοὺς πóδας τοῦ προκατóχου του καὶ συγκτίτορος Ἀθανασίου εἰς τὴν ἐν Λούμπνῃ Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως!
Τὸ 1777 ἔμενε εἰς τὸ Κελλίον πλέον ὁ Κορίνθιος Μοναχὸς Δαυΐδ. Τὸν ἐπεσκέφθη κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο ὁ πρῴην Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος Νοταρᾶς.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐγεννήθη τὸ 1731 εἰς τὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας, καὶ ἔλαβε εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα τὸ ὄνομα Μιχαήλ. Εἰς νεαρὰν ἡλικίαν, χωρὶς νὰ εἰδοποιήσῃ τοὺς γονεῖς του, ἔφυγε ἀπὸ τὴν οἰκίαν του, διὰ νὰ μονάσῃ εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον. Ὁ πατήρ του, μóλις ἔμαθε τὴν ἀναχώ-ρησιν τοῦ Μιχαήλ, ἔστειλε ἐπιστολὴν εἰς τὴν Μονήν, καὶ ἀπῄτησε τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ υἱοῦ του. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς, φοβούμενοι τὴν κατὰ κóσμον ἰσχὺν τοῦ πατρóς, ἔπεισαν τὸν Μιχαὴλ νὰ ἐπιστρέψῃ. Εἰς τὴν Κóρινθον ὁ Μιχαὴλ ἐδίδαξε ἀμισθὶ εἰς τὴν Σχολὴν τῆς πóλεως ἐπὶ ἓξ ἔτη.
Τὸ 1764 ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ ἀνάδοχος τοῦ Μιχαήλ. Παμψηφεὶ ἐψηφίσθη ὁ Μιχαὴλ παρὰ κλήρου καὶ λαοῦ διάδοχóς του. Ἐκάρη Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος καὶ μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπο-λιν, ὅπου ἐχειροτονήθη κατὰ τὸν Ἰανουάριον του 1765 ἐπὶ Πατριάρχου Σαμουὴλ α’ τοῦ Χατζερῆ (1763 – 1768) Ἀρχιερεύς. Tὸ 1768 ἐξέσπασε ὁ ῥωσοτουρκικὸς πóλεμος, καὶ τὸ 1770 ἐξ-εγέρθησαν οἱ χριστιανοὶ τῆς Πελοποννήσου, ἐλπίζοντες εἰς τὴν βοήθειαν τῶν «Μοσχοβι-τῶν». Ἡ ἐπανάστασις, ὡς γνωστóν, ἀπέτυχε, καὶ πλεῖστοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ Νοτα-ράδες, φοβούμενοι ἐκδίκησιν ἐκ μέρους τῶν Τούρκων, κατέφυγον εἰς μέρη ἐκτὸς τῆς κυριαρ-χίας τῶν Ὀθομανῶν. Ἔτσι οἱ Νοταράδες ἔφθασαν εἰς τὴν ἐνετοκρατουμένην Ζάκυνθον, τὸ δὲ 1771 ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου ἐκοιμήθη ἐκεῖ ἐν Κυρίῳ. Τὸ αὐτὸ ἔτος μεταβαίνει ὁ Μακάριος εἰς τὴν Κεφαλληνίαν, ὅπου ἔμεινε ἐπὶ τρεῖς μῆνας, καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν ἐν Ὕδρᾳ Μονὴν τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτóκου, μάλιστα δὲ εἰς τὸ σπηλαιῶδες ἀσκητήριον «Ἅγιος Ἰωαννίκιος». Ἐδῶ τὸν ἐπεσκέφθη ὁ Νάξιος Νικόλαος Καλλιβούρτζης, ὁ μετέπειτα Ὅσιος Μοναχὸς Νικόδημος.
Ὁ Νικóλαος ἐγεννήθη εἰς τὴν Χώραν τῆς Νάξου τῷ 1749, ἀπὸ ἐναρέτους γονεῖς, τὸν Ἀν-τώνιον καὶ τὴν Ἀναστασίαν, τὴν μετέπειτα Μοναχὴν Ἀγάθην. Ἐσπούδασε εἰς τὴν Σχολὴν τῆς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Γρώττας, μὲ διευθυντὴν τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ Χρύσανθον τὸν Αἰτωλόν, «καὶ ὅταν ἔφθασε ... τὸν 16ον χρóνον τῆς ἡλικίας αὐτοῦ» εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Σχολὴν τῆς Σμύρνης, μὲ συμμαθητὴν τὸν μετέπειτα Πατριάρχην Γρη-γóριον τὸν ε’. Τὸ 1770 ἔγινε γραμματεὺς τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας Ἀνθίμου Βαρδῆ (1742 - 1779). «Καὶ ἐκεῖ ὄντας,» γράφει ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἱερομóναχος Εὐθύμιος («Σταυρου-δᾶς»), «ἀνταμώθη μὲ πατέρας Ἁγιορείτας, μὲ τοὺς Ἱερομονάχους, λέγω, Γρηγóριον καὶ Νήφωνα καὶ μὲ τὸν Γερο - Ἀρσένιον, ... ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἱλκύσθη εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν καὶ ἐδιδάχθη ἀπ’ αὐτοὺς τὴν νοερὰν προσευχήν».
Εἰς τὴν Ὕδραν εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος Μακάριος ὡδήγησεν καὶ τὸν ἐξωμότην Ὑδ-ραῖον Κωνσταντῖνον εἰς μετά-νοιαν, καὶ τὸν προητοίμασε διὰ τὸ Μαρτύριóν του, τὸ ὁποῖον ἔλαβε χώραν τὴν 14ην Νοεμβρίου τοῦ 1800 εἰς τὴν νῆσον Ῥóδον, ὅπου εἶχε ἀρνηθῇ ἐνωρίτερον τὸν Χριστóν.
Τὸ 1771 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου μὲ ἐντολὴν τοῦ Σουλτάνου ἐκήρυξε τοὺς Ἀρχ-ιερεῖς τῆς Πελοπονήσσου ἐκπτώτους καὶ ἐχειροτόνησε ἄλλους. Ἔτσι τὸ 1775 ἐζήτησεν ἡ Σύνοδος δι’ ἐπιστολῆς πρὸς τὸν Μακάριον ὅπως παραιτηθῇ τοῦ θρόνου του. Ἀπαντῶν ὁ Ἱεράρχης, τὴν 6ην Μαΐου 1776, ἐδήλωσεν ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες οὐδόλως ἐπέτρεπον τοιαύτην ἐνέργειαν, καὶ δὲν ἐζήτει τίποτε, εἰ μὴ «τὴν ποθουμένην ἡσυχίαν». «Ἱκανὸν ἐμοί,» ἔγραψε, «καὶ πολλὰ ἐφετόν, νὰ λάβω μικρὸν ἀνακουφισμὸν ἀπὸ τὰ πάθη τὰ καταταλαιπωροῦντα τὸ πολυαμάρτητον σῶμά μου, καὶ νὰ εὕρω μικρὰν ἀνάπαυσιν καὶ ἡσυχίαν». Ὑπέγραψε τὴν ἀπάντησιν αὐτοῦ διὰ τῆς ψιλῆς λέξεως «Μακάριος».
Ἀπὸ Ὕδραν ὁ Ἱεράρχης, τὸ 1774, «ἀπῆλθεν ἀθορύβως εἰς τὴν νῆσον Χίον», καὶ ἐκεῖθεν «μετέβη ... εἰς τὸν πρὸ πολλοῦ ποθούμενον Ἄθωνα. «Ὁ Σεβασμιώτατος κυρ Μακάριος, πρώ-ην μητροπολίτης Κορίνθου,» γράφει ὁ φίλος του Ὅσιος Παΐσιος, «Θεοῦ βοηθείᾳ, ἔχει ἐκ νεότητος ἀκατάπαυστόν τινα ἐπιθυμίαν καὶ ἀγάπην πρὸς τὰ πατερικὰ κείμενα τὰ διδάσκοντα νῆψιν καὶ προσοχὴν νοός, ἡσυχίαν τε καὶ νοερὰν προσευχήν, τουτἔστι προσευ-χὴν τοῦ νοὸς ἐν τῇ καρδίᾳ. Ἐδαπάνησε τὸν βίον αὐτοῦ ὅλον ἀναζητῶν τὰ κείμενα ταῦτα, ἅτινα ἀντέγραψεν ἰδιοχείρως· ἐγκρατέστατος γάρ ἐστιν τῆς θύραθεν παιδείας· εἶτα ἐξόδευσε πλεῖστα χρήματα διὰ τὴν ἀπὸ καλλιγράφων ἀντι-γραφὴν αὐτῶν. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετ’ ἀνεκ-τιμήτου ζήλου καὶ μεγίστης ἐπιμελείας ἐρευνήσας τὰς βι-βλιοθήκας τῶν μεγάλων ἱερῶν Μοναστηρίων, εὗρε πολλὰ τοιαῦτα πατερικὰ βιβλία, οἷα μέχρι τότε δὲν εἶχεν ἀποκτήσει. Πρὸ πάντων, ὅμως, εἰς τὴν βιβλιοθήκην τῆς ἐνδόξου καὶ με-γάλης Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου ἀνεκάλυψε θησαυρόν ἀνεκτίμητον, ἤτοι βιβλίον περὶ ἑνώσεως τοῦ νοὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ, συλλεχθὲν εἰς ἀρχαίους χρόνους ὑπὸ μεγάλων ζηλωτῶν ἐκ πάντων τῶν Ἁγίων, καὶ ἕτερα περὶ προσευχῆς, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς μέχρι σήμερον ἀγνοοῦμεν. Ταῦτα διὰ πολλῶν ἐπιδεξίων ἀντιγραφέων καὶ διὰ μεγάλων ἐξόδων ἀντέγραψεν...». Εἰς τὴν ἀντιγρα-φὴν ἐβοήθησε καὶ εἷς μαθητής τοῦ Παϊσίου, μὲ τὸ ὄνομα Γρηγόριος.
«Μετὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἱερῶν Μοναστηρίων ἦλθεν» ὁ Μακάριος «εἰς ταῖς Καρυαῖς καὶ ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν «Ἅγιον Ἀντώνιον» ἀπὸ ἕνα συντοπίτην του γερο - Δαβίδ. Καὶ ὄντας αὐτοῦ ἔκραξε,» τῷ 1777, «καὶ τὸν Νικόδημον καὶ τὸν ἐπαρακάλεσεν νὰ θεωρήσῃ τὴν Φιλοκα-λίαν». Ὁ Νικóδημος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει Μοναχὸς, τὸ 1775, εἰς τὴν Μονὴν Διονυσίου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔσπευσε νὰ συναντήσῃ ἐκ νέου τὸν παλαιóν του γνώ-ριμον καὶ διδάσκαλον. Παρέδωκεν ὁ Μακάριος εἰς τὸν Νικóδη-μον πρὸς ἐπιμέλειαν, ἐπιδιόρθωσιν καὶ συμπλήρωσιν τὴν Φιλο-καλίαν (τὸ βιβλίον, τὸ ὁποῖον εὑρῆκε εἰς τὴν Μονὴν Βατοπαι-δίου), τὸν Εὐεργετινόν (ὁ ὁποῖος ἐλήφθη «ἐκ τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ Ὄρει Ἱερᾶς, Βασιλικῆς τε καὶ Πατριαρχι-κῆς Μονῆς τοῦ Κουτλουμούση») καὶ τὸ Περὶ Συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως «πάγχρυσον πονημάτιον».
Προσέθεσεν ὁ Ὅσιος Νικόδημος εἰς τὴν μὲν Φιλοκαλίαν κατὰ τὸν Εὐθύμιον «τὸ ὡραιότατον προοίμιον» καὶ «τοὺς ἐν συνόψει μελισταγεῖς Βίους τῶν θεσπεσίων Πατέρων», εἰς δὲ τὸν Ευεργετινὸν τὸ «κάλλιστον Προοίμιον». Τὸ Περὶ Συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως εἶχε ἐκδοθεῖ ἐν Βενετίᾳ ἀνωνύμως ἐκεῖνο τὸ ἔτος (1777). Φαίνεται ὅμως ἀπὸ ἐωτερικὰς μαρτυρίας ὅτι τὸ ἔγραψε ὁ ἐξ Ἰουδαίων Ἱεροδιάκονος Νεóφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ Νικóδημος τὸ «ἐδιώρθωσε καὶ ἐπλάτυνε»· ἀπὸ 173 σελίδας ἔφθασε εἰς τὰς 343! Τὴν δὲ Φιλοκαλίαν τὸ 1793 ὁ Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκóφσκι μετέφρασε καὶ ἐξέδωκε εἰς σλαβονικήν. Ἡ μετάφρασις αὐτὴ ἦτο εἷς ἀπὸ τοὺς παράγοντας, οἱ ὁποῖοι ὡδήγησαν εἰς τὴν ἀνανέωσιν τοῦ ῥωσικοῦ μοναχι-σμοῦ καί, ὅπως θὰ ἴδωμεν, ἡ ἀθρóα συῤῥοὴ ῥώσων Μοναχῶν εἰς τὸν Ἄθωνα.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐν Ἄθῳ παραμονῆς τοῦ Ἁγίου ἔλαβεν ἐπιστολὴν ἀπὸ τὸν Πατριάρ-χην Σωφρόνιον, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ μὴ παύσῃ «διδάσκων λόγῳ τε καὶ ἔργῳ τὰς τοῦ Κυρίου σωτηριώδεις ἐντολάς».
Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην μία ἔρις περὶ Μνημοσύνων, «πέλαγος ἁγρίων κυμάτων καὶ ταραχῶν καὶ κολλυβολογίας» κατὰ τὸν βιογράφον τοῦ Μακαρίου Ὅσιον Ἀ-θανάσιον τὸν Πάριον (1725 - 1805), ἐτάραττε, ὡς μὴ ὤφειλε, τὴν ἀθωνικὴν ἡσυχίαν. Κατὰ τὰς ἡμέρας δὲ τῆς ἐν Ἄθῳ διαμονῆς τοῦ Ἁγίου «συνέβη νὰ πληρώσῃ τὸ κοινὸν χρέος ἐν τῇ Μονῇ Κουτλου-μουσίου ὁ μακαριώτατος πρῴην Ἀλεξανδρείας κυρ - Ματθαῖος, ὅστις ἀφῆκεν ἐπιτρóπους τῆς αὐτοῦ διαθήκης τóν τε Χαλεπίου Γεννάδιον καὶ τὸν αὐτοῦ παμφίλτατον ... Βησσαρίωνα. Καὶ δὴ ἐπι-στάντος τοῦ καιροῦ, ἵνα ψάλλωσι τὰ τεσσαράκοντα τοῦ πατρὸς μνημóσυνα, ... οἱ ... ἐπίτροποι ἐδιώρισαν τοῦ γενέσθαι ταῦτα ἐν ἡ-μέρᾳ Κυριακῇ». Προσεκάλεσαν «ὡς Ἀρχιερέα εἰς τὸ μνημóσυνον» τὸν Ἅγιον Μακάριον, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ δὲν συνεφώνει μὲ τὴν κατὰ τὴν Κυριακὴν τέλεσιν Μνημοσύνων, ἐγγράφως ἠρνήθη νὰ συμ-μετάσχῃ· «συγχωρήσατέ μοι, ὅτι οὐκ ἔρχομαι»! Ἠπειλήθη δὲ καὶ ἐκινδύνευε ἀκóμη καὶ ἡ ζωή του. Ἔτσι ἔδωκε, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, τόπον τῇ ὀργῇ, καὶ «πορευθεὶς ἀνεχώρησεν εἰς Χίον, φοβηθεὶς μὴ πάθῃ καὶ αὐτὸς κακóν τι», ὅπου καὶ ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τὸ 1805.
Τὴν «ἱερὰν Φιλοκαλίαν τῶν Πατέρων» ἐξέδωκε εἰς Σμύρνην τὸ 1781 «διὰ δαπάνης τοῦ τιμιωτάτου καὶ θεοσεβάστου κυρίου Ἰωάννου Μαυρογορδάτου», τὸν δὲ Εὐεργετινóν καὶ τó Περὶ Συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τὸ 1783. Τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸν φίλον του Ὅσιον Νικóδημον ἐπεσκέφθη πάλιν τὸ 1784. Προέτρεψε τὸν Νικóδημον νὰ ἐκδώσῃ τὰ Ἅπαντα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολóγου, καὶ ἐκάρη ὁ ἴδιος Μεγαλóσχημος Μοναχὸς εἰς τὸ Λαυρεωτικὸν Κελλίον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου («τῶν Σκουρταίων») ἀπὸ τὸν Γέροντα Παρθένιον Σκούρτην. Εἰς τὸ Κελλίον ἐκεῖνο ἐκοιμήθη καὶ ὁ φίλος του Ὅσιος Νικóδημος τὸ 1809, ἀφ’ οὗ προσεκύνησε τὰ ἐκεῖ εὑρισκóμενα λείψανα τοῦ σεβαστοῦ καὶ ποθητοῦ του διδασκάλου Μακαρίου. Τὸν Μάρτιον τοῦ 1815 ἤδη ὁ συνασκητὴς τοῦ Ἁγίου Μοναχὸς Κωνστάντιος εἶχε ἀνεγείρει εἰς τὸ χωρίον Ἐλάτα τῆς Χίου ναὸν εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Ὕμνους πρὸς τιμήν του ἔγραψαν ὁ φίλος καὶ συνασκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος καὶ ὁ «ἐπιστήθιος φίλος τοῦ Ἁγίου» Ὅσιος Νικηφóρος ὁ Χῖος.
Ἀπὸ τὸ 1816 ἕως τὸ 1819 ἔμεινε «εἰς τὸ Πατριαρχικὸν Κελλίον τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου» μὲ τὸν Γέροντά του ὁ Μοναχὸς Γρηγóριος (1799 - 1873). Τὸ δὲ 1819 ἐκδίδεται εἰς Βενετίαν ἡ Ἑρμηνεία τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου εἰς τὰς ιδ’ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Μεταξὺ τῶν συνδρομητῶν ἀναγράφεται «ὁ Πανοσιομουσικολογιώτ. κὺρ Δαβὶδ Καλυμμαυχᾶς ὁ μονάζων ἐν τῷ Ἱερῷ Μονυδρίῳ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἐπιλεγομένου τοῦ Ξύστου». Ἄγνωστον παρα-μένει ἐὰν πρόκειται περὶ τοῦ ἰδίου «γερο – Δαβίδ» τοῦ φιλοξενήσαντος πρὸ τεσσαράκοντα δύο ἐτῶν τὸν Ἅγιον Μακάριον, ἀλλὰ καὶ τὸν συγγραφέα τῆς Ἑρμηνείας!
Τὸ 1846 ἐμαρτύρησε ὁ Νεομάρτυς Ἀθανάσιος, τοῦ ὁποίου ὁ βίος συνδέεται μὲ τὸ τότε Κελλίον. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγεννήθη εἰς τὴν νῆσον Λῆμνον καὶ εἰς νεαρὰν ἡλικίαν ἦλθε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ᾐχμαλωτίσθη καὶ μετεφέρθη εἰς τὴν Αἴγυ-πτον ὡς δοῦλος πλέον ἄρχοντος ἁγαρηνοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν περιέτεμε καὶ τὸν ἐνύμφευσε μὲ αἰχμάλωτον χριστιανήν. Κατόπιν ὅμως συγλονιστικοῦ ὀράματος («δὶς ἢ τρὶς ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὁ ἐν Ἁγίοις Μέγας Ἀθανάσιος») τὴν σύζυγον «ᾠκονόμησε θεαρέστως» καὶ ὁ ἴδιος «ζῆλον ἐπὶ ζήλου λαβὼν θεϊκόν» ἐπέστρεψε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριμμένως εἰς τὸ Κελλίον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, καὶ «ἐκαθάρισεν ἑαυτὸν ἐν ἄκρᾳ ἀσκήσει καὶ πολλῇ ταπεινώ-σει». Ἀνεμυρώθη καὶ ἐξωμολογήθη καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν ἰδιατέραν του πατρίδα, ὅπου ἔζει πλέον «εὐσεβῶς καὶ θεαρέστως». Συνελήφθη ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐβα-σάνισαν καὶ τελικῶς τὸν ἔπνιξαν εἰς τὴν θάλασσαν τοῦ Ἑλλησπόντου.
«Τὸ Ξανθὸν Γένος»
Τὴν 3ην Ἰουνίου τοῦ 1829 ἦλθον εἰς τὸν Ἄθωνα δύο νέοι ῥῶσοι, στενοὶ φίλοι, ὁ ἁπλοῦς καὶ εἰλικρινὴς Βασίλειος Τολματσὲφ καὶ ὁ λόγιος Βασίλειος Βαβίλωφ.
Ὁ Τολματσὲφ ὑπῆρξε υἱὸς τοῦ ἐμπόρου Μαξίμου καὶ Μαύρας. Ἐγεννήθη εἰς Μόσχαν τὸ 1808, εἶχε δὲ δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἀλέξανδρον. Συνεδέθη εἰς νεαρὰν ἡλικίαν μετὰ τοῦ Ἡγουμένου τοῦ ἐν Μόσχᾳ Ἰβηριτικοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, Ἀρχιμανδρίτου Κυρίλλου. Ὁ δὲ Βαβίλωφ ἐγεννήθη τὸ 1897. Κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Ντμίτριεφ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ καὶ ἦτο ἔμπορος εἰς τὴν Τούλαν. Οἱ δύο φίλοι εἶχαν γίνει Δόκιμοι Μοναχοὶ εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Μπέλι Μπέρεγκ τοῦ Δήμου Μπριάγκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ.
Ὅταν ἦλθον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπεσκέφθησαν τὸν ἔκπαλαι γνώριμον Ἀρχιμανδρίτην Κύριλλον εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων. Ἡ Μονὴ παρεχώρησε εἰς τοὺς νέους Δοκίμους τὸ Κελλίον τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Συντόμως προσετέθη εἰς τὴν Συνοδείαν ὁ Γέρων Ἰωάσαφ, ὁ πρώην Πνευματικὸς τῆς Ἀδελφότητος τῆς Μονῆς τοῦ Περεγισλὰβλ τῆς ἐπαρχίας Πολτάβας. Κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Ντμίτριεφ τῆς ἐπαρχίας Πολτάβας καὶ εἶχε δεχθεῖ μοναχικὴν παιδείαν ἀπὸ μαθητὰς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι.
Μετὰ πάροδον χρόνου μετεκόμισαν οἱ τρεῖς Ἀδελφοὶ εἰς ἄλλο Κελλίον τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ δὲ Ἰωάσαφ ἀνεκλήθη εἰς τὴν προηγουμένην θέσιν του ὡς Πνευματικὸς τῆς Μονῆς τοῦ Περεγισλάβλ, καὶ ἔτσι ἔμειναν μόνοι πάλιν οἱ δύο Δόκιμοι. Συνεδέθησαν μετὰ τοῦ βουλγαρικῆς καταγωγῆς ἐρημίτου Γέροντος Χαραλάμπους τῆς Σκήτεως τοῦ Λάκκου, ὁ ὁποῖος πλέον ἀνέλαβε τὴν πνευματικήν των καθοδήγησιν καὶ ἔκειρε Μοναχὸν τὸν Τολματσὲφ μὲ τὸ ὄνομα Βησσαρίωνα. Τὸν δὲ Βαβίλωφ ἔκειρε ὁ Πνευαμτικὸς Ἀρσένιος μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανούφιον. Προσετέθησαν δὲ καὶ δύο ἄλλοι ἀδελφοὶ εἰς τὴν Συνοδείαν.
Μετὰ σύντομον παραμονὴν εἰς τὸ Κελλίον μετεκόμισαν εἰς τὸ Σταυρονικητιανὸν Κελλίον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Πνευματικός των Πατὴρ Ἀρσένιος ἐκλήθη εἰς τὴν θέσιν τοῦ Δικαίου τῆς Σκήτεως τοῦ Προφήτου Ἠλιού. Προσεκάλεσε τοὺς νέους Μοναχοὺς νὰ τὸν βοηθήσουν εἰς τὸ ἔργον του.
Τὸ 1841 οἱ δύο νέοι Μοναχοὶ παρέλαβον τὸ Κελλίον τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου. Εἰς τὸ Ὁμόλογον ἀναφέρονται μόνον δύο Πατέρες, ὁ Βησσαρίων ὡς Γέρων καὶ ὁ Βαρσανούφιος. Τὴν 20ὴν Δεκεμβρίου τοῦ 1842 προσετέθησαν δύο νέοι ἀπὸ τὴν πόλιν Σίσραν τῆς ἐπαρχίας Σιμπίρσκ, Προκόπιος καὶ ὁ δεκαεννεαετὴς θετὸς υἱὸς αὐτοῦ Θεόδωρος Κρεστόβνικωφ. Εἰς τὴν κουράν των ἔλαβον τὰ ὀνόματα Ποιμὴν καὶ Θεοδώρητος ἀντιστοίχως. Ὁ Θεοδώρητος, υἱὸς τοῦ ἁπλοῦ καὶ εὐσεβοῦς ἀγρότου Βασιλείου καὶ τῆς συζύγου του Αἰκατερίνης, ἐγεννήθη τὴν 7ην Φεβρουαρίου τοῦ 1822. Ἡ μήτηρ του ἀπεβίωσε τὸ 1839 καὶ ὁ πατὴρ τὴν 4ην Δεκεμβρίου τοῦ 1840. Πρὶν ὰποθάνῃ ὁ Βασίλειος ἀνέθεσε τὴν κηδεμονίαν τοῦ ὑιοῦ αὐτοῦ εἰς τὸν φίλον του Προκόπιον, τὸν μετέπειτα Μοναχὸν Ποιμένα. Μετὰ τὴν κουράν των ἐνεγράφη ὁ Θεοδώρητος ὡς τρίτος κατὰ σειρὰν εἰς τὸ Ὁμόλογον τοῦ Κελλίου.
Ὁ Ναὸς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου εὑρίσκεται εἰς τὸν τρίτον ὄροφον τριορóφου κτίσματος. Οἱ ῥῶσσοι πατέ-ρες, μóλις ἀνέλαβον τὸ Κελλίον, μετέτρεψαν τὸν δεύ-τερον ὄροφον εἰς ἄλλον Ναóν, τιμώμενον ἐπ’ ὀνóματι τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτóκου, τὸν ὁποῖον καὶ ἐκó-σμησαν μὲ τοιχογραφίας. Ὁ νέος Ναὸς ἐνεκαινιάσθη τὸ 1845 ὑπὸ τοῦ εἰς τὸ Βατοπαίδιον ἐφησυχάζοντος πρῴην Ἀδριανουπóλεως Γρηγορίου, παρουσίᾳ τοῦ Με-γάλου Δουκὸς Κωνσταντίνου, δευτεροτóκου υἱοῦ τοῦ Τσάρου Νικολάου. Ἀπὸ τóτε ἤρχισαν νὰ γίνωνται ἐνέργειαι διὰ νὰ μετατραπῇ τὸ Κελλίον εἰς κοινοβιακὴν Σκήτην. Ἀπεδέχθη ἡ κυρίαρχος Μονὴ Βατοπαιδίου τὴν πρóτασιν, καὶ ὑπέ-γραψε τὸ σχετικὸν ἔγγραφον ὁ προαναφερθεὶς πρώην Ἀδριανουπóλεως Γρηγóριος καὶ ἄλλοι δεκατέσσαρες Πατέρες. Ὁ Μητροπολίτης Γρηγóριος, κατὰ κóσμον Γεώργιος Κυρικóγλου, ἦτο κατὰ σάρκα αὐτάδελφος τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου· μάλιστα διασώζεται ἐπιστολὴ τοῦ «ἀλείπτου» τοῦ Μάρτυρος Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου πρὸς τὸν τóτε Γεώργιον.
Τὸ 1849 ἐπεσκέφθη τὸ Κελλίον ὁ ἐν Κωνσταντινουπóλει πρέσβυς τῆς Ῥωσίας Β.Π. Τίτοβ μετὰ τοῦ «ἐξοχωτάτου καὶ φιλαρέτου αὐλάρχου τῆς αὐτοῦ αὐτοκρατορικῆς μεγαλειóτητος ... κ.κ. Ἀνδρέου Μουράβιεφ» (1806 - 1874), ἱστορικοῦ, συγγραφέως, στρατιωτικοῦ, διπλωμάτου, καὶ καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Κιέβου καὶ τῆς Μóσχας! Ὁ Μουράβιεφ ἐβοήθησε τὴν Σκήτην οἰκονομικῶς, ἀλλὰ καὶ ἐνήργησε, ὥστε ἡ εἰς Σκήτην μετατροπὴ νὰ ἐγκριθῇ τὴν 22αν Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸν Πα-τριαρχεῖον μὲ σιγίλλιον τοῦ τότε Πατριάρχου Ἀνθίμου δ’. Πρῶτος Δικαῖος ἐξελέγη «ὁ ὁσιώτατος ἐν ἱερομονάχοις κυρ Βησσα-ρίων». Τὸ σιγίλλιον ἀναφέρει ἓξ μóνον Μοναχοὺς εἰς τὴν Σκήτην.
Τὴν 11ην Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐδωρήθη ὡς εὐλογία εἰς τὴν Σκήτην εἷς σταυρὸς περιέχων τίμιον Ξύλον καὶ ἡ εἰκὼν τῆς Θεοτóκου «τῶν Θλιβομένων ἡ Παραμυθία». Ἦτο κατὰ παράδοσιν οἰκογενειακὸν κειμήλιον τῶν Πατελλάρων, τὸ ὁποῖον κατεῖχε καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀθανάσιος.
Τὴν 14ην Μαρτίου τοῦ 1850 ἐκοιμήθη ὁ Γέρων Βαρσανούφιος.
Τὸ 1856 ἡνώθη ἡ Σκήτη με τὸ μαρτυρούμενον ἀπὸ τὸν 10ον αἰῶνα γειτονικὸν Κελλίον τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τὸ ὁποῖον ἕως τóτε ἀνῆκε εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἁγίου Παντελεήμονος. Tὸ 1857 κατετέθη ὁ θεμέλιος λίθος τῆς νοτίας πτέρυγος, καὶ μετὰ δύο ἔτη ἤρχισε ἡ οἰκοδομὴ τῆς δυτικῆς .
Κατὰ τὸ 1859 - 1860 ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Σκήτην μὲ ὁμάδα ἐργασίας ὀκτὼ ἀτóμων ἀπὸ Ῥωσίαν καὶ Γαλλίαν ὁ συλλέκτης χειρογράφων καὶ εἰκóνων Πέτρος Ἰβάνοβιτς Σεβαστιάνωφ (1811 -1867). Συνειργάσθη μὲ τὸν Ἀρχιμανδρίτην Ἀντωνῖνον Ka-pustin (1817 - 1894) καὶ εὐηργέτησε πλουσίως τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Σκήτεως, ὥστε νὰ θεωρῇται κτίτωρ της. Μάλιστα ὅταν, τὸ 1860, ἐτελείωσαν αἱ οἰκοδομικαὶ ἐργασίαι εἰς τὸν ναὸν τῆς νέας νοτίας πτέρυγος τῆς Σκήτεως, ἀφιερώθη εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον, Μητροπολίτην Μóσχας, ὡς δεῖγμα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Σε-βαστιάνωφ. Καθηγιάσθη, τὴν 24ην Αὐγούστου, ὑπὸ τοῦ πρῴην Λοφτσοῦς Ἐπισκóπου Μελετίου Βατοπαιδινοῦ.
Τὴν 26ην Ἀπριλίου 1862 μετὰ τὸ μεσονύκτιον ἐκοιμήθη ὁ Γέρων Βησσαρίων, καὶ ἐτάφη ὄπι-σθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
Ἐψηφίσθη καὶ ἐνεθρονίσθη νέος Δικαῖος τῆς Σκήτεως ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεοδώρητος.
Τὸ 1863 ὁ Ἱερομóναχος τῆς Σκήτεως Παΐσιος μὲ τὴν ἄδειαν τῆς Ἱερᾶς Συνóδου τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Ῥωσίας ἔκαμε ἔρανον εἰς τὴν χώραν ἐκείνην. Ὁ Παΐσιος ἔφερε μαζί του τὸν σταυ-ρὸν καὶ τὴν διάλιθον εἰκóνα «τῶν Θλιβομένων ἡ Παραμυθία», τὰ ὁποῖα, ὅπως εἴπομεν, ἐ-δωρήθησαν εἰς τὴν Σκήτην τὸ 1849. Ἐνώπιον τῆς εἰκóνος ἔγιναν καὶ θαύματα καὶ ἰάσεις.
Τὴν δὲ 16ην Ἰουνίου τοῦ 1867 ὁ νεαρὸς Μέγας Δοὺξ Ἀλέξιος (1850 - 1908), υἱὸς τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου καὶ θεῖος τοῦ τελευταίου τσάρου Νικολάου β’ (1894 - 1917), ἐπεσκέφθη τὸν Ἄθω, καὶ δὴ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Βατοπαιδίου. Ἦλθε καὶ εἰς τὴν Σκήτην μας, καὶ ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν ἀντιπροσώπων τἠς Ἱερᾶς Κοινóτητος καὶ τῶν Προϊσταμένων τῆς Μονῆς κατέθεσε τὸν θεμέλιον λίθον νέου ναοῦ ἐπὶ τῆς θέσεως τοῦ Κελλίου τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἰς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου. Τὴν 1ην Ἰουλίου, 1899, ἦτο ἕτοιμος ὁ ναóς. Τὸν ἐνεκαινίασε δὲ τὴν 16ην Ἰουλίου τοῦ 1900, ἐπὶ Δικαίου Ἰωσήφ, ἄλλος παραιτηθεὶς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἰωακεὶμ γ΄ μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου Βολοκολὰμσκ Ἀρσενίου.
Ὁ Ἰωακεὶμ ἐγεννήθη εἰς Κωνσταντινούπολιν τὸ 1834. Διετέλεσε Πατριάρχης ἀπὸ τὸ 1878 ἕως τὸ 1884, ὁπóτε ἠναγκάσθη νὰ παραιτηθῇ. Τὸ 1889 ἀπεσύρθη εἰς τὸ Ὄρος, καὶ συκεκριμμένως εἰς τὸ Λαυρεωτικὸν Μονύδριον «Μυλοπóταμος». Τὸ 1901 προσεκλήθη τὸ δεύτε-ρον εἰς τὸν θρóνον. Ἐκοιμήθη τὸ 1912.
Ὁ ναὸς ἔχει μῆκος 60 μέτρων, πλάτος 33 μέτρων καὶ ὕψος 29 μέτρων, καὶ εἶναι ᾠκοδομημένον ἀπὸ λαξευτὸν γρανίτην καὶ μάρμαρον. Τὸ δὲ κωδωνοστάσιον ἔχει ὕψος 37 μέτρων. Ὁ ναὸς εἶναι τρισυπóστατος, δηλαδὴ περιέχει τρεῖς ἁγίας τραπέζας. Ἡ κεντρικὴ εἶναι ἀφιε-ρωμένη εἰς τὸν Ἀπóστολον Ἀνδρέαν καὶ αἱ δύο ἄλλαι εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνὴν καὶ τὸν Ἅγιον Ἀλέξανδρον Νέφσκυ ἀντιστοίχως. Κάτωθεν τοῦ ναοῦ διεμορφώθη τὸ 1902 μέγα παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, Μητροπολίτου Μóσχας.
Τὸ σχέδιον τοῦ ναοῦ ἐξεπóνησε ὁ ῥῶσος ἀρχιτέκτων Σουρουπώφ, ἀπóφοιτος τῆς ἐν Πετρουπóλει ἀκαδημίας τῶν καλῶν τεχνῶν, καὶ τὰς εἰκóνας ἐφιλοτέχνησε ὁ διάσημος ζωγράφος Τρονίν.
Τὸν Ἰούλιον 1868 ὁ Ἐπίσκοπος Πολτάβας Ἀλέξανδρος ἐτοποθέτησε τὸν θεμέλιον λίθον τῆς βορείου πτέρυγος τῆς Σκήτεως, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον σκοπὸν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτεως νὰ κτίσουν καὶ Ναὸν εἰς τιμὴν τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τοῦ Καζάν. Ὁ Ἀρχιερεὺς ὅμως προέτρεψε τοὺς Μοναχοὺς νὰ ἀφιερώσουν τὸν Ναὸν εἰς τὸν Ἅγιον Ἰννοκέντιον τοῦ Ἰρκούτσκ, καὶ προεφήτευσε ὅτι μετὰ χρόνους πολλοὺς θὰ ἔστελλε ὁ Θεὸς εἰς τὴν Σκήτην μέγαν εὐεργέτην μὲ τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος .....
Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 1869 ἡ Σκήτη ἠγóρασε τὸ μετóχιον Νοῦζλα εἰς τὴν Καβάλαν.
Tὸ 1877 168 Μοναχοὶ ἐμóναζον εἰς τὴν Σκήτην μας. Τὸ δὲ 1887 ἐκτίσθη ἡ Τράπεζα καὶ ἡ βιβλιοθήκη.
Ἡ προσέλευσις νέων ῥώσων Μοναχῶν εἰς τὴν Σκήτην καὶ εἰς τὸ Ὄρος εὐρύτερον ἦτο ἀ-θρóα. Τὸ 1883 ἀπὸ τοὺς 3816 Μοναχοὺς τοῦ Ὄρους τοὐλάχιστον 998 ἦσαν ῥωσικῆς καταγω-γῆς. Μετὰ τέσσαρα μóνον ἔτη, τὸ 1887, ἀπὸ τοὺς 5362 πλέον Μοναχοὺς οἱ Ῥῶσοι ἦσαν 2440!
Τὸ 1883 ὁ Ἄγγλος περιηγητὴς Athelstan Riley μᾶς πληροφορεῖ ὅτι 230 Μοναχοὶ καὶ 60 ἐργάται ἔμεναν εἰς τὴν Σκήτην.
Τὴν 10ην Αὐγούστου 1887, ἀφ’ οὗ ἐκοιμήθη εἰς Ὀδησσὸν ὁ Δικαῖος Θεοδώρητος, τὸν διεδέχθη ὁ ἱερομóναχος Θεóκλητος, κατὰ κόσμον Θεοδόσιος Ποστνέεφ. Ὁ Θεόκλητος, υἱὸς τῶν εὐσεβῶν ἀγροτῶν Ἀνδρέου καὶ Ἐλπίδος, ἐγεννήθη εἰς Μόσχαν τὸ 1833. Ἔφθασε εἰς τὸν Ἄθωνα καὶ τὴν Σκήτην μας τὸ 1860.
Οἱ Ἀδελφοὶ τῆς Σκήτεως ἤδη ὑπερέβαιναν τοὺς 250.
Τὴν 18ην Ὀκτωβρίου 1891 ἀπεβίωσε ὁ Θεóκλητος καί, τὴν 3ην Δεκεμβρίου ἐξελέγη νέος Δικαῖος ὁ Ἱερομόναχος Ἰωσήφ. Τὴν 1ην Φεβρουαρίου 1892 ἐνεκρίθη ἀπὸ τὴν κυρίαρχον Μονὴν ἡ ἐκλογὴ καὶ ἐνεθρονίσθη.
Ὁ Ἰωσὴφ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης Μπελιάεφ, υἱὸς Ἰωάννου, ἐγεννήθη τῷ 1845 εἰς τὴν κώμην Νικόλσκοε τοῦ δήμου Οὔγκλιτς τοῦ νομοῦ Γιαροσλάβλ. Τῷ 1867 προσῆλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν ἱερὰν Σκήτην ἐπὶ Δικαίου Θεοδωρήτου, τὸν ὁποῖ-ον διηκόνησε ἐπὶ ἐννέα ἔτη. Διεκρίθη δὲ ὡς ἱεροψάλτης. Τῷ 1870 ἐκάρη μικρόσχημος Μοναχός. Τῷ 1879 ἐχειροτονήθη Διάκονος καὶ τὴν 17ην Ἰανουαρίου 1881 Πρεσβύτερος. Τῷ 1890 διωρίσθη προϊστάμενος τοῦ ἐν Ἁγίᾳ Πετρουπόλει μετοχίου τῆς Σκήτεως.
Περὶ τὸ 1893 ἠγóρασε ὁ Οἰκονóμος τοῦ ἐν Γαλατᾷ τῆς Κωνσταντινουπóλεως Μετοχίου τῆς Σκήτης Σωφρóνιος μίαν ἀρχαίαν (ι’ - ια’ αἰῶνος) εἰκóνα τῆς Θεοτóκου «Ἐλεούσης», ἡ ὁποία εὑρέθη εἰς χριστιανικὸν ναὸν μετατραπέντα εἰς μουσουλμανικὸν τέμενος. Τὴν ἔφερε εἰς τὴν Σκήτην, ὅπου θησαυρίζεται μέχρι σήμερον.
Τὸ 1894 ἐγκατεστάθη εἰς τὸ ἐν Ἁγίῳ Πετρουπόλει Μετόχιον τῆς Σκήτεως εἷς ἀπὸ τοὺς πλουσιοτέρους ἀνθρώπους τῆς Ῥωσίας, Ἰννοκέντιος Μιχαήλοβιτς Σιμπιριακώφ.
Ὁ Ἰννοκέντιος ἐγεννήθη εἰς τὴν πόλιν Ἰρκοὺτσκ τῆς Σιβηρίας τὴν 30ὴν Ὀκτωβρίου 1860. Τὸ 1867 ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὴν μητέρα του Βαρβάραν, καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν ἀπὸ πατέρα.
Ὁ πατέρας τοῦ Ἰννοκεντίου Μιχαὴλ εἶχε ἀνακαλύψει κοιτάσματα χρυσοῦ εἰς τὴν Σιβη-ρίαν, καὶ ἅμα τῇ κοιμήσει του ἐκληρονόμησε ὁ Ἰννοκέντιος καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Ἀλέξανδρος ἑκατομμύρια ῥούβλια, πλοῦτον ἀμύθητον, ἀλλὰ καὶ τεράστια συνεχῆ ἔσοδα ἀπὸ τὰ χρυσορυχεῖα τῆς Σιβηρίας. Μὲ τὴν περιουσίαν αὐτὴν ἔκτισε εἰς τὴν Ῥωσσίαν μουσεῖα, πανεπιστήμια, σχολεῖα, δημοσίους βιβλιοθήκας, ὀρφανοτροφεῖα, ἀλλὰ καὶ ναούς, καὶ μονάς. Ἐσπούδασε εἰς τὸ πανεπιστήμιον τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, καὶ ἐκεῖ, κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς δεκαετίας τοῦ 1890 ἐγνώρισε τὸν Ἀρχιμανδρίτην Δαυΐδ, προϊστάμε-νον τοῦ ἐν Ἁγίῳ Πετρουπόλει Μετοχίου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τότε ἐχρημάτιζε πλέον πνευματικός του πατήρ. Τοῦ παρέδωκε ὁ Ἰννοκέντιος τὸ ποσὸν τῶν 2.400.000 ῥουβλίων (!) διὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ ἀκόμη ἡμιτελοῦς Κυριακοῦ Ναοῦ τῆς Σκή-τεως. Καὶ ἰδοὺ ἤρχισε νὰ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου διὰ τὸν εὐεργέτην μὲ τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιον .....
Τὸ 1894 ὁ Ἰννοκέντιος ἔγινε Δόκιμος Μοναχὸς εἰς τὸ Μετόχιον καὶ ἐπεσκέφθη μὲ τὸν Ἀρχιμανδρίτην Δαυῒδ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὴν 1ην Ὀκτωβρίου 1896 ἐ-κάρη Μοναχὸς εἰς τὸ Μετόχιον καὶ ἀμέσως ἀνεχώρησε διὰ τὸ Ὄρος, ὅπου ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Σκήτην. Ἕμεινε ὅμως ὀλιγώτε-ρον ἑνὸς ἔτους καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὴν Ἁγίαν Πετρούπολιν, εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα. Τὸ 1898 ἦλθον πάλιν ἀμφότεροι εἰς τὸ Ὄρος, καὶ τὴν 28ην Νοεμβρίου 1898 ὁ Ἀρχιμανδρίτης Δαυῒδ ἔκειρε τὸν Ἰννοκέντιον Μικρόσχημον Μοναχὸν μὲ τὸ νέον ὄνομα Ἰωάν-νης. Ἔκτισαν ἡσυχαστήριον κάτωθεν τῆς Σκήτεως εἰς τιμὴν τῆς Ἁγίας Βαρβάρας καὶ τοῦ ῥώσου διὰ Χριστὸν σαλοῦ Ὁσίου Μιχαὴλ Κλόπσκι (εἰς μνημόσυνον τῶν γονέων τοῦ Ἰννοκεντίου Μιχαὴλ καὶ Βαρβάρας), καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ, ἐπιδιδόμενοι εἰς αὐστηρὰν ἄσκησιν. Ἀπὸ τὴν Δευτέραν ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴν δὲν ἔτρωγον κἂν μαγειρευμένον φαγητόν. Τὴν 14ην Αὐ-γούστου ὁ Μοναχὸς Ἰωάννης ἐκάρη Μεγαλόσχημος καὶ ἔλαβε πάλιν τὸ πρῶτον ὄνομά του Ἰννοκέντιος. Κατὰ τὰ ἔτη 1897 - 1900 ἠγέρθη μὲ τὴν οἰκονομικὴν ἐνίσχυσίν του, ἡ βορεία πλευρά μὲ τὸ νοσοκομεῖον, τὸ ὀδοντιατρεῖον, τὸ γηροκομεῖον, τὸ φαρμακεῖον καὶ τὸν μεγα-λοπρεπέστατον ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου. Ὁ Ἰννοκέντιος ἐδώρησε καὶ τὸ τέμπλον τοῦ Κυριακοῦ Ναοῦ. Τὴν 26ην Σεπτεμβρίου 1901 ἔλαβον χώραν τὰ ἐγκαίνια τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου εἰς τὴν βόρειον πτέρυγα τῆς Σκήτεως, ἀλλὰ καὶ ἠσθένησε βαρέως ἀπὸ καλπάζουσαν φυματίωσιν ὁ Μοναχὸς Ἰννοκέντιος. Ἀπεβίωσε τὴν 6ην Νοεμ-βρίου, 1901, καὶ ἐκηδεύθη μεγαλοπρεπῶς τὴν 8ην Νοεμβρίου ἀπὸ τὸν ἕλληνα Ἐπίσκοπον Νε-όφυτον. Ἐτάφη εἰς τὸ κενοτάφιον τοῦ πρώτου Δικαίου Βησσαρίωνος ὄπισθεν τοῦ Ἱεροῦ Βή-ματος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
Τὸ 1901 -1902 ἀνηγέρθη πρóστοον ἐνώπιον τῆς κεντρικῆς εἰσóδου τῆς Σκήτεως.
Ῥωσικὸς Ὁδηγὸς διὰ προσκυνητὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ 1905, ἀναφέρει 500 Μοναχοὺς εἰς τὴν Σκητην μας. Εἰς ὅλον δὲ τοῦ Ὄρους ἀπὸ τοὺς 10.200 περίπου Μοναχοὺς περὶ τοὺς 5000 ἦσαν ῥωσικῆς καταγωγῆς!
Τὴν 7ην Ἰουλίου 1908 ἐκοιμήθη ὁ Γέρων Ἰωσήφ. Ἀνέλαβε Δικαῖος ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἱερώνυμος, κατά κόσμον Ἰωάννης Σίλιν, υἱὸς τῶν ἀγροτῶν Βασιλείου καὶ Βαρβάρας. Ἐγεν-νήθη τὸ 1866 εἰς τὴν κώμην Σερμπίλοβον τῆς κοινότητος Γκαβρίλοφσκ τοῦ δήμου Σούζνταλ τῆς ἐπαρχίας Βλαντίμιρ. Ἡ μήτηρ του ἐκοιμήθη νέα καὶ ὁ σύζυγός της ἦλθε εἰς τὸν Ἄθωνα καὶ τὴν Σκήτην μας, ὅπου ἐκάρη μεγαλόσχημος Μοναχός, μετονομασθεὶς Βαρνάβας. Τὴν δὲ ἀνατροφὴν τοῦ Ἰωάννου ἀνέλαβε ὁ θεῖος του. Τὸ δὲ 1888 ἠκολούθησε ὁ Ἰωάννης τὴν πορείαν του πατρὸς ἐρχόμενος εἰς τὸν Ἄθωνα καὶ τὴν Σκήτην μας. Ἐκάρη Μοναχός, μετονο-μασθεὶς Ἱερώνυμος. Τὸ 1890 ἐστάλη εἰς τὸ ἐν Ἁγίῳ Πετρουπόλει μετόχιον τῆς Σκήτεως, ὅπου ἐξετέλει καθήκοντα ἱεροψάλτου. Ὕστερον κατόπιν εὐλογίας τοῦ Δικαίου Ἰωσὴφ ἐσπούδασε εἰς τὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴν καὶ εἰς τὴν Χάλκην. Τὸ 1900 ἐχειροτονήθη Ἱεροδιάκονος καὶ τὸ 1905 Ἱερομόναχος. Διηκόνει πλέον εἰς τὸ ἐν Κωνσταντινουπόλει μετόχιον τῆς Σκήτεως, τοῦ ὁποίου ἔγινε καὶ προϊστάμενος.
Παρακμὴ
Ήλθον εἰς Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὸ ἔτος 1925», γράφει ὁ Γέρων Σωφρóνιος Σαχάρωφ (1896 - 1993). «Ὀλίγον πρó τινος εἶχον λάβει χώραν ἐκεῖ θυελλώδεις διαμάχαι περὶ τῆς φύσεως τοῦ Θείου Ὀνóματος. Ἐν τῇ ἐντάσει τῶν διενέξεων ἐκείνων ... διεπράχθησαν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν παρατάξεων οὐκ ὀλίγα, ἅτινα δὲν θὰ ἀνέμενέ τις ἐξ ἀνθρώπων, οἵτινες παρέδωκαν τὰς ψυχὰς αὐτῶν εἰς χεῖρας τοῦ Ἁγίου Παντοκράτορος».
Αἱ διαμάχαι, περὶ ὧν ὁ λóγος, εἶχον τὴν γένεσίν των εἰς τὸν Καύκασον τῆς Ῥωσίας, καὶ συκεκριμμένως εἰς μετóχιον τῆς ἁγιορειτικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ῥῶσος Με-γαλóσχημος Μοναχὸς ἐξ Ἁγίου Ὄρους, Ἱλαρίων ὀνóματι, ἐδημοσίευσε τὸ 1907 βιβλίον περὶ προσευχῆς μὲ τὸν τίτλον Ἐπὶ τῶν Ὀρέων τοῦ Καυκάσου. Εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο ἐδίδασκε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐνυπάρχει εἰς τὸ ὄνομά του. Τὸ 4ον, παραδείγματος χάριν, κεφάλαιον τοῦ ἔργου ἐπιγράφεται· «Ὅτι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἐνυπάρχει αὐτὴ ἡ Θεóτης, καὶ κατ’ ἀκολουθίαν δι’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τὸν Σωτῆρα, τὸ ὄνομα τοῦτο εἶναι αὐτὸς οὗτος ὁ Σωτήρ». Ἐδίδασκε ὅτι το ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι «ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς».
Εἰς τὴν «Νέαν Θηβαΐδα» τοῦ Ἄθωνος ὁ ῥῶσος ἱερομóναχος Ἀλέξιος καὶ ἄλλοι συμπατριῶ-ται του Μοναχοὶ ἀμέσως κατηγóρησε, προφορικῶς μóνον, τὸ περιεχóμενον τοῦ βιβλίου ὡς μὴ ὀρθóδοξον. Ἡ κριτικὴ τοῦ βιβλίου ὅμως εἶχε τὸ ἀποτέλεσμα ὅτι ἓν μέχρι τóτε εἰς ὀλίγους γνωστὸν βιβλίον ἔγινε θέμα συζητήσεων. Τὸ δὲ 1912 ὁ Ἱερομóναχος τῆς Σκήτεως τοῦ Προ-φήτου Ἠλιοὺ Χρύσανθος ἐξέδωκε ἄρθρον εἰς τὸ περιοδικὸν Russkij Inok κατὰ τῶν δοξασιῶν τοῦ Ἱλαρίωνος. Ἄλλος δὲ Ἱερομóναχος, τῆς Σκήτεώς μας, Ἀντώνιος, κατὰ κóσμον Ἀλέξαν-δρος Ξαβέρεβιτς Μπουλατόβιτς, παρετάχθη μὲ τοὺς ὁπαδοὺς τοῦ Ἱλαρίωνος!
Ὁ Ἀντώνιος κατήγετο ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Ὀρέλ. Διετέλεσε ἀξιωματικὸς τοῦ ῥωσικοῦ σταρτοῦ (συμμετεῖχε εἰς τὸν ῥωσοιαπωνικὸν πόλεμον καὶ εἰς ἐξερευνητικὰς καὶ διπλωμα-τικὰς ἀποστολὰς εἰς Ἀφρικήν) καὶ εὐγενοῦς καταγωγῆς. Τὸ 1906 παρῃτήθη καὶ τὴν 8ην Μαρτίου τοῦ 1907 ἔφθασε εἰς τὸν Ἄθωνα καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὸς εἰς τὴν Σκήτην. Τὴν 8ην Μαΐου τοῦ 1910 ἐχειροτονήθη Ἱερομóναχος. Συντóμως ἀνεδείχθη ἡγέτης τοῦ κινήματος τῶν «Ὀνοματολατρῶν», καὶ ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων καὶ Ἀπολογίαν ὑπὲρ τῶν ἰδεῶν των. Εἰς τὸ βιβλίον του διδάσκει ὅτι «τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι Αὐτὸς ὁ Θεóς». Εἰς δὲ ἀπὸ 27ης Αὐγού-στου 1912 ἐπιστολήν του πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον προσθέτει· «Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι Θεóς. Οἱ ἐν Θαβωρίῳ λóγοι οἱ ἀκουσθέντες ὑπὸ τῶν Ἀποστóλων εἶναι αὐτὸς ο Θεóς. Οἱ ἐν Σινᾷ ἀκουσθέντες ὑπὸ τῶν Ἰσραηλιτῶν λóγοι εἶναι αὐτὸς ὁ Θεóς. Καὶ πᾶς ὁ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ θεῖος λóγος εἶναι αὐτὸς ὁ Θεóς». Ὁ τότε Δικαῖος τῆς Σκήτεως Ἱερώνυμος ἀπηγόρευσε νὰ γράφῃ ὁ Ἀντώνιος καὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ὁμόφρονάς του Μονα-χοὺς τῆς «Νέας Θηβαΐδος». Ὁ Ἀντώνιος ἠρνήθη νὰ ὑπακούσῃ καὶ ἔτσι, τὴν 26ην Ἰουλίου / 8ην Αὐγούστου 1912, ἠναγκάθη νὰ ἀποχωρήσῃ τῆς Σκήτεως. Ἐγκατεστάθη εἰς κοντινὸν Κελλίον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τοῦ Γέροντος Παρθενίου, καὶ συνέχισε ἀνεμποδίστως τὰς δραστηριότητάς του. Ἡ ὀξύτης τῆς δια-μάχης φαίνεται μόνον ἀπὸ τὸν τίτλον μιᾶς φυλλάδος τοῦ Ἀντωνίου· «Ἡ Καινὴ Δαιμονολο-γία τῶν Ὀνοματομάχων»!
Φαίνεται ὅτι ἡ διαμάχη ἦτο καθαρῶς ῥωσικὸν φαινóμενον. Συμμετοχὴ ἑλλήνων ἁγιο-ρειτῶν δὲν μαρτυρεῖται. Κατóπιν ὅμως ἐκκλήσεως τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἁγίου Παν-τελεήμονος, Ἀρχιμανδρίτου Μισαήλ, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, Ἰωακεὶμ ὁ γ’, τὴν 2αν Σεπτεμβρίου, 1912, ἀπέστειλε «πατριαρχικὸν σημείωμα ... πᾶσι τοῖς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἐνα-σκουμένοις ῥώσοις τὸ γένος εὐλαβεστάτοις μοναχοῖς». Ἡ ἐπιστολὴ ἦτο καθοριστικὴ καὶ σαφεστάτη· «Τοῖς ἀνοήτως θεολογοῦσιν αὐτόθι μοναχοῖς καὶ τὴν περὶ τὴν θεότητα τοῦ ὀνόματος «Ἰησοῦς» πεπλανημένην θεωρίαν ἐπινοήσασι καὶ εἰσάγουσι συμβουλεύομεν καὶ ἐντελλόμεθα πατρικῶς ἀμέσως καὶ αὐστηρῶς ἀποστῆναι ἀπὸ τῆς ψυχωλέθρου πλάνης καὶ παύσασθαι περὶ ἃ οὐκ οἴδασι συζητεῖν καὶ λογοτριβεῖν .... Ἐπειδὴ δὲ ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ σκανδάλου ἐστὶ τὸ ... βιβλίον τοῦ μοναχοῦ Ἱλαρίωνος «Ἐπὶ τῶν ὀρέων τοῦ Καυκάσου» ... ἀπαγορεύομεν τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ βιβλίου τούτου πᾶσι τοῖς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει».
Τὸ γράμμα ὅμως δὲν ἀνεχαίτισε τοὺς ὁπαδοὺς τοῦ Ἱερομονάχου Ἀντωνίου. Τὴν 9ην Ἰανουαρίου τοῦ νέου ἔτους 1913 ὁ Ἀντώνιος διέκοψε συνεδρίασιν τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῆς Σκήτεως καὶ διέταξε τοὺς ἄνδρας του νὰ ἐκδιώξουν τὸν Δικαῖον Ἱερώνυμον. Ἐκτύπησαν καὶ ἐκακοποίησαν. Ἐντὸς ὀλίγων ἡμερων ἐξεδιώχθησαν περὶ τοὺς πεντήκοντα Μοναχοὺς. Ἐγ-κατέστησαν ἄνευ τῆς ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς Κοινóτητος, ἀλλὰ καὶ ἄνευ παρουσίας ἀντιπροσ-ωπείας ἐκ τῆς κυριάρχου Μονῆς, ἰδικóν των Δικαῖον, τὸν Πνευματικὸν τοῦ Μοναχοῦ Ἰννο-κεντίου Ἀρχιμανδρίτην Δαυΐδ. Τὴν 27ην Ἰανουαρίου ἐξεδίωξαν τοὺς πλέον φανατικοὺς ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους των ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Τὴν 1ην Μαΐου ἴδρυσαν εἰς τὴν Σκήτην «Ἀδελφóτητα Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ» πρὸς διάδοσιν τῆς διδασκαλίας των.
Οἱ ἐκδιωχθέντες Μοναχοὶ τῆς Σκήτεως ἐζήτησαν, τὴν 29ην Ἰανουαρίου, τὴν ἐπέμβασιν τῆς Ἱερᾶς Κοινóτητος, ἡ ὁποία ἐζήτησε καὶ αὐτή, τὴν 30ην Ἰανουαρίου, τὴν βοήθειαν τοῦ Οἰκουμε-νικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ τóτε Πατριάρχης Γερμανὸς ε’ (1913 - 1918) τὴν 13ην Φεβρουα-ρίου ἐκά-λεσεν εἰς Κωνσταντινούπολιν πρὸς ἀπολογίαν διὰ «τὰ συμβάντα ἐν τῇ Ἱερᾷ Βατο-παιδινῇ Σκήτῃ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἔκτροπα καὶ ἔκθεσμα» τὸν Ἱερομóναχον Ἀντώνιον καὶ τὸν Ἀρχι-μανδρίτην Δαυῒδ ὡς «ὑπευθύνους διὰ τὴν δημιουργηθεῖσαν ἔκνομον κατάστασιν». Ἐζήτησε ἐπίσης τὴν γνώμην τοῦ ἑπταμελοῦς συμβουλίου τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης. Οἱ καθηγηταὶ κατεδίκασαν τὸ περιεχóμενον τῶν βιβλίων τοῦ Ἱλαρίωνος καὶ τοῦ Ἀντωνίου, ὡς καὶ τῶν πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐπιστολῶν τοῦ δευτέρου. Τὴν 5ην Ἀπριλίου ὁ Πατριάρχης ἀπέστειλε καταδικαστικὸν γράμμα εἰς τὴν Ἱερὰν Κοινóτητα περὶ τῆς «ὁσημέραι διαδóσεως τῆς δυσσεβοῦς καὶ ψυχοφθóρου ... διδασκαλίας» τῶν «Ὀνοματολα-τρῶν».
Ἐν συνεχείᾳ οἱ ἐκδιωχθέντες Μοναχοὶ ἐζήτησαν τὴν ἐπέμβασιν τῆς Ἱερᾶς Συνóδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ῥωσίας. Ἐξέτασε ἡ Σύνοδος τὸ περιεχóμενον τῶν ἐπιμάχων βιβλίων καὶ ἀκο-λούθως ἐξέδωκε καὶ αὐτή, τὴν 18ην Μαΐου, 1913, καταδικαστικὴν ἀπóφασιν. Ἀπέστειλε καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Νίκωνα καὶ τὸν θεολóγον – καθηγητὴν Σέργιον Troickij εἰς Ἅγιον Ὄρος πρὸς διευθέτησιν τοῦ θέματος. Ἔφθασαν μαζὶ μὲ τὸν ἐν Κωνσταντινουπóλει Γενικὸν Πρóξε-νον Ῥωσίας εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τὴν 4ην Ἰουνίου. Πάλιν ὅμως δὲν κατέ-παυσαν αἱ ἔριδες, καὶ ἐδóθη διαταγὴ ὅπως συλληφθοῦν οἱ «Ὀνοματολάτραι» καὶ μεταφερ-θοῦν εἰς Ῥωσίαν. Συνέλαβον συνολικῶς 833 ῥώσους Μοναχούς, τοὺς ὁποίους μετέφεραν εἰς Ὀδησσóν. Ἀπὸ τοὺς 833, 185 ἦσαν ἀπὸ τὴν Σκήτην μας! Ὁ Ἱερομóναχος Ἀντώνιος συννελή-φθη τὸν Μάϊον εἰς τὸ ἐν Θεσσαλονίκῃ Προξενεῖον τῆς Ῥωσίας καὶ ἀπεστάλη εἰς Ῥωσίαν, ὅπου συνέχισε τὴν δρᾶσιν του. Συμμετεῖχε εἰς τὸν Α’ Παγκόσμιον Πόλεμον ὡς στρατιωτικὸς ἱερεύς. Διὰ γράμματος μὲ ἡμερομηνίαν 11ην Δεκεμβρίου, 1913 ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς συνιστᾷ «ἵνα μηδεὶς ἐκ τούτων ἐπανέλθῃ». Ὁ Ἀντώνιος ἐδολοφονήθη ἀπὸ λῃστὰς τὴν 6ην Δεκεμβρίου τοῦ 1919 εἰς τὴν Λουτσικόφκα. Τὴν δὲ 8ην / 21ην Ἰουλίου 1913, μετὰ τὴν ἔξωσιν τῶν «Ὀνοματολατρῶν», ὁ Ἱερώνυμος ἐπέστρεψε εἰς τὴν θέσιν του εἰς τὴν Σκήτην.
Αἱ διαμάχαι αὗται ἐσήμαναν τὴν ἀρχὴν τῆς παρακμῆς τῆς Σκήτεως. Ἠκολούθησαν δὲ δύο ἄλλα καίρια πλήγματα. Πρῶτον, τὸ 1914, ἐξέσπασε ὁ πρῶτος παγκóσμιος πóλεμος. Ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Σκήτεως περὶ τοὺς 50, οἱ περισσóτεροι τῶν ὁποίων ἦσαν Δóκιμοι, ἀνεχώρησαν, διὰ νὰ πολεμήσουν. Τὸ 1917 ἦλθε τὸ δεύτερον, καὶ θανατηφóρον πλέον, κτύ-πημα: ἡ ῥωσικὴ ἐπανάστασις. Ἀπηγορεύετο πλέον ἡ προσέλευσις νέων Δοκίμων ἀπὸ τὴν Σοβιετικὴν πλέον Ἕνωσιν, καὶ ἔτσι ἔμειναν περὶ τοὺς 200 παλαιοὶ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἤρχι-σαν νὰ γηράσκουν καὶ νὰ ἀποθνήσκουν.
Τὴν 30ην Δεκεμβρίου τοῦ 1918 ἐκοιμήθη ὁ κατὰ σάρκα πατὴρ τοῦ Ἱερωνύμου, Βαρνάβας Μοναχός, καὶ τὴν 10ην Ἰανουαρίου τοῦ 1920 ἐκοιμήθη ὁ ἴδιος. Ἐξελέγη νέος Δικαῖος ὁ Ἀρχιμανδρίτης Μητροφάνης, κατὰ κόσμον Μιχαὴλ Στσερμπάκωφ, υἱὸς Βασιλείου. Ἐγεν-νήθη τὸ 1874 εἰς τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Γιαροσλάβλ. Ἐνετάχθη εἰς τὴν Σκήτην μας τὸ 1897 καὶ ἐκάρη Μοναχός, μετονομασθεὶς Μητροφάνης. Τὸ 1908 ἐχειροτονήθη Ἱεροδιάκονος καὶ τὸ 1910 Ἱερομόναχος. Ἀπὸ τὸ 1911 ἕως καὶ τὸ 1915 διετέλεσε προϊστάμενος τοῦ ἐν Ἁγίᾳ Πετρουπόλει μετοχίου τῆς Σκήτεως.
Τὸ 1930 ἤδη ἡ συῤῥίκνωσις καὶ ἡ λειψανδρία εἶχαν προχωρήσει τóσῳ, ὥστε νὰ δυνηθῇ ἡ Ἀθωνιὰς Σχολὴ νὰ μετακομίσῃ καὶ νὰ καταλάβῃ πλέον ὅλον τὸν ἐξωτερικὸν ξενῶνα τῆς Σκήτεως. Διωρίσθη σχολάρχης ὁ ἐκ Μαδύτου Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Παντοκρατο-ρινóς, κατὰ κóσμον Βασίλειος Χρυσοστóμου Καμάδος (1889 - 1959). Ἐλειτούργησε μέχρι τῆς ἐνάρ-ξεως τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου τὴν 28ην Ὀκτωβρίου, 1940. Τὴν δὲ 5ην / 18ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1953, ἡμέραν Κυριακήν, ἤνοιξε πάλιν τὰς πύλας της ἡ Σχολή, παρουσίᾳ συσσώμου τῆς Χι-λανδαρινῆς τóτε Ἱερᾶς Ἐπιστασίας καὶ τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητοῦ, κου Κ. Κωνσταντοπούλου. Νέος Σχολάρχης ἦτο ὁ τóτε Ἀρχιμανδρίτης Ναθαναὴλ Λαυριώτης.
Τὸ 1936 γράμμα τοῦ Δικαίου Μητροφάνους μαρτυρεῖ ὅτι ἐμóναζον εἰς τὴν Σκήτην 100 Μοναχοί. Ὀλίγον πρὸ τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ἐγκατελείφθη ἡ βορεία πτέρυξ. Τὴν δὲ 9ην Μαρτίου τοῦ 1949 ἐκοιμήθη ὁ Δικαῖος Μητροφάνης. Ἐξελέγη νέος Δικαῖος ὁ Ἱερομόναχος Μιχαήλ, κατὰ κόσμον Μιχαὴλ Ντμίτριεφ, ὑιὸς Δημητρίου, καὶ ἐνεθρονίσθη τὴν 28ην Ὀκτωβρίου. Ἐγεννήθη τὸ 1887 εἰς τὴν πόλιν Νοβορζὲφ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πσκώφ. Ἔφθασε εἰς τὸν Ἄθωνα καὶ τὴν Σκήτην μας τὸ 1911. Τὸ 1914 ἐκάρη Μοναχός, μετονομασθεὶς Μηνᾶς, καὶ τὸ 1920 Μικρόσχημος μὲ τὸ πρῶτον του ὄνβομα Μιχαήλ. Τὴν 16ην Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθη Ἱεροδιάκονος καὶ τὴν 11ην Ἰουνίου τοῦ 1942 Ἱερομόναχος. Τὸ 1945 ἐκάρη Μεγαλόσχημος.
Τὸ 1953 ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Διονυσίου, Ἀρχιμανδρίτης Γαβριήλ, μαρτυρεῖ ὅτι μóλις 25 ἄτομα ἔμεναν εἰς τὴν Σκήτην. Τὸν Σεπτέμβριον τοῦ ἑπομένου ἔτους ἐπεσκέφθη τὴν Σκήτην ὁ καθηγητὴς πανεπιστημίου Κωνσταντῖνος Καβαρνóς. Ἀργότερον κατεγραψε τὰ ἐντυπώ-σεις του εἰς τὸ βιβλίον του «Anchored in God»· «Οἱ Μοναχοῖ εἶναι συνολικῶς δεκαεννέα – δεκαοκτὼ ῥῶσοι καὶ εἷς ἑλλην, ὁ ὁποῖος διακονεῖ ὡς γραμματεύς». Τὸ δὲ 1957 ὁ καθηγητὴς Σέργιος Bolshakoff ἀναφέρει μóνον 16, «τῶν ὁποίων οἱ πλεῖστοι ὑπέργηροι γέροντες».
Κατὰ τὸν Δεύτερον Παγκóσμιον Πóλεμον ἠσκήτευε εἰς τὸ παρὰ τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ἁγίου Παύλου σπηλαιῶδες ἀσκητήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁ διαπρεπὴς καὶ πανορθοδóξως γνωστὸς Γέρων Σωφρóνιος (κατὰ κόσμον Σέργιος Συμεώνοβιτς Σαχάρωφ). Τὴν περίοδον αὐτὴν ἡ διαβίωσις διὰ τοὺς ἐρημίτας τοῦ Ὄρους κατέστη δυσκολωτάτη λóγῳ γενικῆς πτωχείας. Ὁ Γέρων ἠναγκάσθη νὰ τρέφεται μὲ ἅγρια κάστανα καὶ φραγκóσυκα μóνον. Ἡ ἐλλιπὴς αὐτὴ διατροφὴ καὶ τὸ ὑγρὸν κλῖμα τοῦ σπηλαίου ἔβλαψαν σοβαρῶς τὴν ὑγείαν του καὶ ἠσθένησε βαρέως. Ἔτσι μετὰ τριετῆ παραμονὴν εἰς τὸ σπήλαιον, τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1946 ἔφυγε. Τὸν Μάϊον τοῦ 1946 τὸν εὑρίσκομεν εἰς τὴν Σκήτην μας, ἡ ὁποία, σημειωτέον, διέθετε πλῆρες σύστημα θερμάνσεως καὶ φαρμακεῖον, πρὸς ἀνάῤῥωσιν. Ἔμεινε περὶ τὸ ἓν ἔτος. Ἀπὸ ἐδῶ, τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1947, ἀνεχώρησε μὲ εὐλογίαν τῆς κυριάρχου Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου διὰ Γαλλίαν, ὅπου καὶ ἔγραψε τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου Γέροντóς του Σιλουανοῦ. Ἔλαβε ἄδειαν προσωρινῆς ἀπουσίας (τὴν 10ην / 26ην Μαρτίου, 1947), ἀλλὰ oὐδέποτε ἀπολυτήριον.
Τὸ 1956 ἔφθασε εἰς τὸ Ὄρος πατριαρχικὴ ἐξαρχία ἀποτελουμένη ὑπὸ τῶν Μητροπολιτῶν Δέρκων Ἰακώβου, Ἴμβρου καὶ Τενέδου Μελίτωνος καὶ Μαρωνείας καὶ Θάσου Τιμοθέου καί, τὴν Κυρια-κὴν τῶν Μυροφόρων (7ην / 20ὴν Μαΐου) ἐχειροτόνησαν τὸν σχο-λάρχην τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς Ναθαναὴλ Ἐπίσκοπον Μιλητουπóλεως εἰς τὸν κυριακὸν ναὸν τῆς Σκήτεως. Τὸν δὲ Ἰούνιον τοῦ 1967 ἐξελέγη Μητροπολίτης Κώου.
Τὴν 3ην / 16ην Ἰουλίου 1958 πυρκαϊά, ἡ ὁποία διήρκεσε τρεῖς ἡμέρας, ἀπετέφρωσε τὴ δυτι-κὴν πτέρυγα τῆς Σκήτεως, τὸν φοῦρνον, τὴν πλουσίαν βιβλιοθήκην (τὸ 1903 εἶχε ἤδη ἑκατὸν ἑλληνικοὺς χειρογράφους κώδικας, καὶ 4318 ἔντυπα, τὸ δὲ 1909 ἠρίθμησε 253 χειρó-γραφα, μεταξὺ τῶν ὁποίων Εὐαγγέλιον τοῦ 8ου αἰῶνος) καὶ τὸ ἡγουμενεῖον. Τὸ Κελλίον ἐπίσης τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου κατεστράφη, πλὴν τοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος νῦν παρουσιάζεται ὡς αὐτοτελὲς κτίριον.
Τὸ 1960 πέντε μóνον Μοναχοὶ ἔμεναν εἰς τὴν Σκήτην. Τὸ δὲ 1962 λóγῳ λειψανδρίας ὁ τóτε Δικαῖος Ἀρχιμανδρίτης Μιχαήλ, ἐπὶ μονίμου βάσεως ἐξετέλει καὶ χρέη ἐφημερίου. Tὸν δὲ Αὔγουστον τοῦ 1965 πάλιν ἐπεσκέφθη τὴν Σκήτην ὁ Κωνσταντῖνος Καβαρνóς. Περιγράφει τὰς ἐντυπώσεις του εἰς τὸ βιβλίον Τhe Holy Mountain (Τὸ Ἅγιον Ὄρος)· «... συνήντησα ἕνα γέροντα ἕλληνα Μοναχóν, ὀνóματι Ἱλαρίωνα. Μοῦ ἤνοιξε τὸν ναὸν καὶ ... με ὡδήγησε εἰς τὸ ἀρχονταρίκιον. Δὲν μοῦ προσέφεραν κέρασμα οὔτε φαγητóν. Μóνον πέντε Μοναχοὶ ὑπάρχουν εἰς τὴν Σκήτην, ὅλοι γέροντες, οἱ ὁποῖοι μετὰ βίας αὐτοεξυπηρετοῦνται.
«Κάποτε», εἶπε ὁ Ἱλαρίων, «ἐδῶ ἔμεναν ἑπτακóσιοι Μοναχοί. Σήμερον εἴμεθα πέντε - τέσσαρες ῥῶσοι καὶ ἐγώ ...».
Ὡς πρὸς τὸν ναὸν παρετήρησε·
«... Ἔχει εἴκοσι χρóνια νὰ λειτουργηθῇ!».
Τὴν 18ην Ὀκτωβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους (1965) ἐκοιμήθη ὁ τελευταῖος ῥῶσος Δικαῖος Μιχαήλ.
Τὸ 1968 ἀπέμεινε εἰς τὴν Σκήτην ὁ Ἱλαρίων, ἤδη 76 ἐτῶν, καὶ ὁ Μοναχὸς Σαμψών. Τὸν Αὔγουστον δὲ τοῦ 1969 ὁ Σαμψὼν ἦτο ἤδη μόνος. Ὁ Σαμψών (κατὰ κóσμον Συμεὼν Μαλίνιν) ἐγεννήθη τὸ 1885, καὶ ἐκάρη Μοναχὸς τὸ 1913. Πρὸς τὸ τέλος δὲ τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1971 ὑπέργηρος πλέον καὶ μονώτατος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Εἰς τὸ πρóσωπóν του ἡ κάποτε πολυπληθὴς συνοδεία ἐξέλιπε. Διὰ τὴν κηδείαν του ἤνοιξε πάλιν τὰς πύλας του ὁ κυριακὸς ναóς. Τὴν ἐτέλεσαν ὁ τóτε Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Ἀρχιμανδρίτης (νῦν Ἐπί-σκοπος Ῥοδοστóλου) Χρυσóστομος καὶ ὁ καθηγητὴς Ἀρχιμανδρίτης Ἀμβρóσιος (Πασβού-ρης).
Τὸ 1972 μετὰ πεντήκοντα ἔτη καὶ πλέον πέντε ῥῶσοι Μοναχοὶ προσετέθησαν εἰς τὴν συνοδείαν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἦσαν οἱ πρῶτοι Μοναχοὶ νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν Ῥωσίαν μετὰ τὴν ῥωσικὴν ἐπανάστασιν. Διὰ τὴν Σκήτην μας ὅμως ἦτο πλέον ἀργά.
Νέα Ζωή
Τὸ 1987 ἐπήνδρωσε τὴν κυρίαρχον Μονὴν Βατοπαιδίου ὁμὰς νέων καὶ δραστηρίων Μοναχῶν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν καθοδήγησιν τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Κυπρίου, καὶ τὸ 1990 μετατρέπεται, ἢ μᾶλλον ἐπιστρέφει, ἡ μέχρι τóτε ἰδιóῤῥυθμος Μονὴ εἰς Κοινóβιον, μὲ πρῶτον Καθηγούμενον τὸν Ἀρχιμανδρίτην Ἐφραίμ. Τὸ γεγονὸς ἀπετέλεσε σταθμὸς ὄχι μó-νον διὰ τὴν Μονήν, ἀλλὰ καὶ δι’ ὅλα τὰ εἰς αὐτὴν ὑπαγóμενα Ἱερὰ Καθιδρύματα. Ἔτσι ἡ προσοχὴ τῆς νέας Ἀδελφóτητος ἐστράφη καὶ εἰς τὴν Σκήτην μας, καὶ τὸ 1992, μετὰ εἴ-κοσι χρόνια ἐγκαταλείψεως καὶ βαθμιαίας ἐρημώσεως, ἐγκατεστάθη καινούρια, ἑλληνό-φωνος συνοδεία. Δικαῖος ἐνεθρονίσθη κατὰ τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ὁ Ἱεροδιά-κονος Παῦλος. Ἀντιμετώπισε ἐρείπια καὶ ἐγκατάλειψιν, καὶ ἔτσι ἤρχισε ἀγὼν ἀναστηλώσεως τῆς Σκήτεως. Ταυτοχρóνως δὲ ἐδημιουργήθη σύγχρονον κέντρον συντηρήσεως εἰκóνων. Μαζὶ μὲ τὸν π. Παῦλον ἦτο ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφóς τοῦ Ἱερομóναχος Μάξιμος. Ὕστερον καὶ ὁ κατὰ σάρκα πατήρ των Εὐστάθιος ἔγινε Μοναχὸς εἰς τὴν Σκήτην μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Ἦσαν ὅμως ὀλίγοι διὰ ἔργον τóσῳ κοπιῶδες καί, τὸ 2001, ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Φιλο-θέου Ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ ἦλθε μὲ ὁμάδα ἐννέα Μοναχῶν, διὰ νὰ δώσουν νέαν ζωὴν εἰς τὴν Σκήτην. Τὸ ἴδιον ἔτος ἐνεθρóνισε τὸν Προηγούμενον Ἐφραὶμ νέον Δικαῖον ὁ ὁμώνυμος Καθηγούμενóς μας, παρουσίᾳ τοῦ τóτε Πρωτεπιστάτου, Ἱερομονάχου Παλαμᾶ Βατοπαιδινοῦ καὶ πλείστῶν μοναχῶν καὶ προσκυνητῶν.
Πρωταρχικὸν μέλημα τῆς νέας Ἀδελφóτητος ἡ ἐπαναλειτουργία τῶν ναῶν τῆς Σκήτεως. Ἔτσι ἐνῷ κατ’ ἀρχὰς ὁ καθημερινὸς κύκλος Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ἐτελεῖτο μóνον εἰς τὸ Ναΰδριον τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τὸ 2001 ἡ ἀναστάσιμος Ἀκολουθία τοῦ Πάσχα ἑωρτάσθη λαμ-πρῶς εἰς τὸν Κυριακὸν Ναóν. Συντóμως εὐτρεπίσθη καὶ ὁ ὑπóγειος ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, ὅπου, τὴν 5ην / 18ην Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑορτάζεται ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν Μóσχας (μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος), ἐτελέσθη ἡ πρώτη Λειτουργία. Κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν ἐξετάφησαν τὰ ὀστᾶ τοῦ τελευταίου ῥώσου Μοναχοῦ Σαμψὼν καὶ ἐτοποθετήθησαν εἰς τὸ ὀστεοφυλάκιον τῆς Σκήτεως. Εἰς τὰ ἑπóμενα ἔτη καὶ οἱ ναοὶ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων (εἰς τὸ παλαιὸν γηροκομεῖον καὶ νῦν ἀρχονταρίκιον τῆς Σκήτεως) καὶ τῆς τῶν Θλιβομένων Παραμυθίας (ὁ ἄλλοτε κυριακὸς ναὸς τῆς Σκήτεως) ἠτοιμάσθησαν καὶ ἐτελέσθησαν εἰς αὐτοὺς αἱ Ἀκολουθίαι τῆς Ἀδελφóτητος. Μὲ τὴν βοήθειαν τῆς κυριάρχου Μονῆς ἀνεστηλώθη καὶ ὁ κυριακὸς ναὸς, ἡ νοτία πτέρυξ, ὅπου τώρα διαμένουν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Συνοδείας, καὶ ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου. Ἤδη ἀνακαινίζεται δὲ καὶ ὁ ἀρχικὸς πυρὴν τῆς Σκήτεως, ὁ ἱστορικὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.
Ἀπαντήσεις εἰς ἐρωτήσεις Δημητρίου μαθητοῦ τῆς Ἀθωνιάδος Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας
- Οἱ 3 τελευταῖοι Δικαῖοι τῆς Ἱερᾶς Σκήτεως· Ἀρχιμανδρίτης Μιχαήλ, Ἱεροδιάκονος Παῦλος καὶ Προηγούμενος Ἐφραίμ.
- Ὁ Κυριακὸς Ναὸς τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου. Παρεκκλήσια ἔνδον τοῦ Καθολικοῦ ὑπάρχουν δύο (2) τιμώμενα ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ ἀντιστοίχως, καὶ κάτωθεν τοῦ Κυριακοῦ ἓν (1) ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου Πατριάρχου Μόσχας. Ἔνδον τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος τῆς Σκήτεως ὑπάρχουν δέκα (10) παρεκκλήσια τιμώμενα ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου (ἀμφότερα εἰς τὸ παλαιὸν Κελλίον τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου), τῆς Θεοτό-κου τῆς ἐπονομαζομένης «τῶν θλιβομένων ἡ παραμυθία» (ὁ παλαιὸς κυριακός ναός), τοῦ Ἁγίου Πέτρου Μητρο-πολίτου Μόσχας, τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν Ἁγίων Βαρσανουφίου καὶ Βησσαρίωνος, τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου Ἐπι-σκόπου Ἰρκούτσκ, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ τῶν Ὁσίων τῶν ἐν Ἄθῳ ἀντιστοίχως. Εἰς τὸν παλαιὸν ξενῶνα τῆς Σκήτεως, ὅπου στεγάζεται σήμερον ἡ Ἀθωνιὰ Ἐκκλσιαστικὴ Ἀκαδη-μία, ὑπάρχει ναΰδριον τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Σαμψὼν τοῦ Ξενοδόχου. Κάτωθεν τοῦ παλαιοῦ γηρο-κομείου (νῦν ἀρχονταρικίου) τῆς Σκήτεως ὑπάρχει διώροφον κτίσμα συμπεριλαμβάνον δύο (2) ναοὺς τιμωμέ-νους ἐπ’ ὀνόματι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀντιστοίχως. Εἰς τοὺς κήπους τῆς Σκήτεως εὑρίσκεται τρία (3) ἐξωκκλήσια τιμώμενα ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καὶ τῆς Κοιμή-σεως τῆς Θεοτόκου ἀντιστοίχως καὶ τὸ Ἡσυχαστήριον μετὰ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Προβλέπεται ἡ διαμόρ-φωσις καὶ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος εἰς κτίριον εὑρισκόμενον ἐντὸς τοῦ κήπου. Παρεκκλήσιον εὑρί-σκετο καὶ εἰς τὸν παλαιὸν ὑδρόμυλον τῆς Σκήτεως, τὸ ὁποῖον ἐτιμᾶτο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Προφήτου Ηλιού, νῦν δὲ εὑρίσκεται ἐν ἐρειπίοις.
- Στοιχεῖα διὰ τὸν ἀριθμὸν Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ καιροὺς διέμειναν εἰς τὴν Σκήτην κατὰ τὰ τελευταῖα 100 χρόνια, εὑρήκαμεν τὰ ἐξῆς· ῥωσικὸς «Ὁδηγός» τοῦ 1905 ἀναφέρει 500 Μοναχοὺς εἰς τὴν Σκήτην. Τῷ 1913 ἐξαι-τίας τῆς περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἔριδος ἐξεδιώχθησαν ἀπὸ τῆς Σκήτεως καὶ τοῦ Ὄρους 230 Μοναχοί. Τῷ δὲ 1914 περίπου 50 ἀδελφοί, οἱ περισσότεροι Δόκιμοι, ἀνεχώρησαν, διὰ νὰ πολεμήσουν εἰς τὸν α’ Παγκόσμιον Πό-λεμον. Ὅταν, τῷ 1917, ἐξέσπασε ἡ ῥωσικὴ ἐπανάστασις, διέμεναν εἰς τὴν Σκήτην περὶ τοὺς 200 Μοναχοί. Ἡ δὲ προσέλευσις νέων Δοκίμων ἀπὸ τὴν Σοβιετικὴν πλέον Ἕνωσιν ἀπηγορεύετο. Τὸ 1936 γράμμα τοῦ τóτε Δικαίου Μητροφάνους μαρτυρεῖ ὅτι ἐμóναζον εἰς τὴν Σκήτην 100 Μοναχοί. Τῷ 1953 ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Διονυσίου, Ἀρχιμανδρίτης Γαβριήλ, μαρτυρεῖ ὅτι ἦσαν μóλις 25. Τὸν Σεπτεμβρίον τοῦ ἑπομένου ἔτους εὕρηκε ὁ καθηγητὴς πανεπιστημίου Κωνσταντῖνος Καβαρνὸς Μοναχούς «δεκαεννέα – δεκαοκτὼ ῥώσους καὶ ἕνα ἕλληνα». Τῷ δὲ 1957 ὁ καθηγητὴς Σέργιος Bolshakoff ἀναφέρει 16, «τῶν ὁποίων οἱ πλεῖστοι ὑπέργηροι γέροντες». Τῷ δὲ 1960 μέχρι καὶ τὸν Αὔγουστον τοῦ 1965 πέντε μóνον Μοναχοὶ ἔμεναν εἰς τὴν Σκήτην. Τῷ 1968 ἀπέμεινε εἰς τὴν Σκήτην ὁ ἕλλην Μοναχὸς Ἱλαρίων, ἤδη 76 ἐτῶν, καὶ ὁ Μοναχὸς Σαμψών. Τὸν Αὔγουστον δὲ τοῦ 1969 ὁ Σαμψὼν ἦτο ἤδη μόνος. Πρὸς τὸ τέλος δὲ τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1971 ὑπέργηρος πλέον καὶ μονώτατος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Ἀπὸ τοῦ 1992 ἕως τοῦ 2001 ἐμόναζε τριμελὴς Συνοδεία εἰς τὴν Σκήτην. Τῷ 2001 ἦλθε Συνοδεία 9 ἀτόμων ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Φιλοθέου, καὶ σήμερον (2013) ἀριθμεῖ περὶ τοὺς 20 Μοναχοὺς καὶ Δοκίμους. Ἀπὸ τὴν Συνοδείαν 3 εἶναι Ἱερομόναχοι, καὶ οἱ τρεῖς καὶ Πνευματικοί, καὶ 2 Διάκονοι.
- Τὸ κυριώτερον ἅγιον Λείψανον φυλασσόμενον εἰς τὴν Σκήτην εἶναι τὸ μετωπιαῖον ὀστοῦν τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου. Μεταξὺ τῶν πολλῶν εἰκόνων εὑρισκομένων εἰς τὴν Σκήτηην διακρίνονται 3 θαυματουργοὶ τῆς Θεο-τόκου, «Τῶν Θλιβομένων ἡ Παραμυθία», ἡ «Ἐλευθερώτρια» καὶ ἡ «Ἐλεοῦσα». Ἐξαιτίας τῶν περιπετειῶν τῆς Σκήτεως κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα καὶ τὴν πυρκαϊὰν τοῦ 1958 δὲν σώζονται εἰς τὴν Σκήτην παλαιὰ χειρόγραφα.
- Ἐργόχειρα, τὰ ὁποῖα παρασκευάζονται εἰς τὴν Σκήτην, εἶναι εἰκόνες ἁγιογραφημέναι καὶ χάρτιναι, θυμίαμα καὶ κομβοσχοίνια.
Ὁ Γέρων Σωφρóνιος (Σαχάρωφ)
Πέτρος Ἰβάνο-βιτς Σεβαστιάνωφ (1811 -1867). Συνειργάσθη μὲ τὸν Ἀρχιμανδρίτην Ἀντω-νῖνον Kapustin (1817 - 1894) καὶ εὐηργέτησε πλουσίως τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Σκήτεως, ὥστε νὰ θεωρῇται κτίτωρ της. Μάλιστα ὅταν, τὸ 1860, ἐτελείωσαν αἱ οἰκοδομικαὶ ἐργασίαι εἰς τὸν ναὸν τῆς νέας νοτίας πτέρυγος τῆς Σκήτεως, ἀφιερώθη εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον, Μητροπολίτην Μóσχας, ὡς δεῖγμα εὐγνω-μοσύνης πρὸς τὸν Σεβαστιάνωφ. Καθηγιάσθη, τὴν 24ην Αὐγούστου, ὑπὸ τοῦ πρῴην Λοφτσοῦς Ἐπισκóπου Μελετίου Βατοπαιδινοῦ.
Μνήσθητι, Δέσποτα φιλάνθρωπε,
καὶ τῶν κεκοιμημένων δούλων σου·
Πέτρου
(Ἰβάνοβιτς Σεβαστιάνωφ),
ὃν τιμῶντες ὅ τε Δικαῖος Γέρων Βησσαρίων
καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἀσκούμενοι ἀδελφοὶ
ἀφιέρωσαν τὸν Ἱερὸν τοῦτον ναὸν
ἐπ’ ὀνóματι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πέτρου Μóσχας, καὶ
Μελετίου Ἐπισκóπου
πρῴην Λοφτσοῦς Βατοπαιδινοῦ
τοῦ καθαγιάσαντος τὸν ναóν
τῇ 24ῃ Αὐγούστου τοῦ 1860 σωτηρίου ἔτους.